Οι δύο οικονομίες

Δεν πρόκειται για νέο άρθρο αλλά τη μεταφορά μέρους μιας ομιλίας του Graham Seaman του 2002 (στο συνέδριο του Oekonux). Αποτελεί μια ενδιαφέρουσα παρέμβαση σχετικά με το αν η ομότιμη παραγωγή μπορεί να επεκταθεί και στο φυσικό κόσμο. Περισσότερες πηγές γι αυτό το ερώτημα μπορείτε να βρείτε εδώ, ενώ το πλήρες κείμενο του Graham Seaman εδώ.
——————————————————————————-
Στον καπιταλισμό τα υλικά αγαθά παράγονται τυπικά:

* από ανθρώπους που εργάζονται για ένα μισθό
* για άλλους που κατέχουν τα μέσα παραγωγής
* με σκοπό την δημιουργία κέρδους
* μέσω της πώλησης του προϊόντος
Ο συντονισμός μεταξύ παραγωγών είναι έμμεσος, μέσω της αγοράς, με τη χρήση του χρήματος σαν μηχανισμό προειδοποίησης

Η παραγωγή ελεύθερου λογισμικού και άλλων ελεύθερων αγαθών μπορεί να αντιδιασταλλεί σημείο προς σημείο με αυτή τη λίστα. Μη υλικά αγαθά μπορούν να παραχθούν από ανθρώπους :

* που δουλεύουν επειδή το επιλέγουν
* χρησιμοποιώντας τα δικά τους μέσα παραγωγής
* με σκοπό να δημιουργήσουν κάτι χρήσιμο και ευχάριστο
* που μπορεί να χρησιμοποιήσει ο καθένας

Με κλασικούς Μαρξιστικούς όρους, οι δύο κοινωνίες που περιγράφηκαν θα είχαν διαφορετικούς τρόπους παραγωγής. Αλλά στη προκειμένη περίπτωση υπάρχει μόνο μια κοινωνία και καθώς σχεδόν το σύνολο της κοινωνίας παράγει με τον πρώτο τρόπο, μόλις ένα μικρό αλλά αυξανόμενο τμήμα παράγει με τον δεύτερο.

Αυτή δεν είναι μια ασυνήθιστη κατάσταση: σε πολύ λίγες περιπτώσεις στην ιστορία υπήρχε ένας «καθαρός» τρόπος παραγωγής, που δεν αναμιγνυόταν με άλλους τρόπους. Μερικές από αυτές τις νησίδες αποτελούν απομεινάρια του παρελθόντος: η δουλεία σε περιοχές της Βορείου Ευρώπης τον Μεσαίωνα, ή χωριά με κοινοτική κατανομή και εκ περιτροπής χρήση της γης σε απομονωμένες περιοχές της Νότιας Ευρώπης. Οι νησίδες αυτές συχνά μπορεί να επιβιώσουν για μακρές περιόδους, ενσωματωμένες στο ευρύτερο σύστημα και μερικώς διαφοροποιημένες από την αρχική τους μορφή, αλλά σταθερές. Άλλες αποτελούν άκαρπες φευγαλέες προσπάθειες για ένα μέλλον που θεωρείται εφικτό αλλά τελικά αποδεικνύεται ότι ότι δεν είναι, όπως τα πολλαπλά πειράματα κοινοτικής εργασίας και ζωής από τον 19ο αιώνα έως και τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 του τελευταίου αιώνα, που και πάλι επιβίωσαν για μακρές περιόδους. Αλλά η πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι εκείνο το κομμάτι που αποδεικνύεται ότι αποτελεί τον αντικαταστάτη του κυρίαρχου τρόπου παραγωγής.

Αυτό οδηγεί σε δύο κύριες κατηγορίες ερωτήσεων:

Αρχικά, ποιες είναι οι επιπτώσεις από την συνύπαρξη των δύο μορφών παραγωγής σήμερα; Με ποιο τρόπο η εξάρτηση των παραγωγών του ελεύθερου λογισμικού στην καπιταλιστική οικονομία επιδρά στην παραγωγή ελεύθερου λογισμικού; Και ποια είναι η επίδραση, αν υπάρχει, της παραγωγής ελεύθερου λογισμικού στο περιβάλλον του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής;

Δεύτερο, είναι δυνατό ο τρόπος παραγωγής του ελεύθερου λογισμικού να γενικευθεί στο σύνολο της κοινωνίας; Και αν να, πώς;

Προφανώς αυτές αποτελούν ερωτήσεις χωρίς οριστικές απαντήσεις. Ακόμα και εκείνες οι πτυχές της ερώτησης που είναι καθαρά εμπειρικές απαιτούν ένα μείζων πρόγραμμα έρευνας για να απαντηθούν σωστά. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι ανώφελο να προσπαθήσουμε να προτείνουμε πιθανές απαντήσεις. Ένα πιθανό σημείο εκκίνησης είναι να κοιτάξουμε προς τα πίσω, σε μια από τις πιο καλά καταγραμμένες αλλαγές: τη διάλυση του φεουδαρχικού συστήματος στην προ-επαναστατική Αγγλία.

Το τέλος των συντεχνιών
Η κατασκευή στην όψιμη μεσαιωνική κοινωνία βασιζόταν στο συντεχνιακό σύστημα, και οργανωνόταν με την ιεραρχία των μαθητευόμενων των καλφάδων και των μαστόρων. Προκειμένου ν’ αποκτήσει τη δική του επαγγελματική δραστηριότητα, ένας τεχνίτης, ήταν απαραίτητο πρώτα να γίνει μαθητευόμενος. Με την ολοκλήρωση της μαθητείας (φυσιολογικά μετά από 7 χρόνια) ένας μαθητευόμενος μπορούσε να περιμένει ότι ο αφέντης του θα τον έγραφε σαν ένα πλήρες μέλος της συντεχνίας, με την ελευθερία να να εξασκεί το επάγγελμα σαν ανεξάρτητος τεχνίτης. Φυσιολογικά οι τεχνίτες θα μπορούσαν να περίμεναν να γίνουν με τη σειρά τους μάστορες. Η γνώση του επαγγέλματος ήταν μέρος του μυστηρίου της συντεχνίας, και μοιραζόταν κάθετα στο εσωτερικό της αλλά κρατιόταν μυστική για τους άλλους και τα σύνορα της συντεχνίας επιβάλλονταν με αυστηρότητα. Οι επιθεωρητές των συντεχνιών μπορούσαν μπορούσαν να ελέγξουν όχι μόνο την ποιότητα των παραγομένων αγαθών αλλά και την προσήλωση στους ορθούς κανόνες απασχόλησης και την καταπάτηση του πεδίου άλλων συντεχνιών: ένας κατασκευαστής παπουτσιών που ανήκε στη συντεχνία των κατασκευαστών παπουτσιών, δεν μπορούσε να καταπατήσει τη δουλειά των τσαγκάρηδων που επισκεύαζαν τα παλιά παπούτσια ούτε να αργάσει το δικό του δέρμα, ένα μυστικό της συντεχνίας των βυρσοδεψών. Το σύστημα αποσκοπούσε να συντηρήσει την μέγιστη δυνατή ποιότητα στο αποτέλεσμα: η ποιότητα του επεξεργασμένου δέρματος ήταν υπό την εγγύηση των επιθεωρητών των βυρσοδεψών, τους πραγματικούς ειδικούς, και ένας κατασκευαστής παπουτσιών που τοποθετούσε τον εαυτό του σαν επίσης σαν ερασιτέχνη βυρσοδέψη δεν είχε τέτοια εξειδίκευση.

Μέχρι τα τέλη του 16ου αιώνα το σύστημα παρέμενε σταθερό. Σε κάποιο βαθμό διεμβολιζόταν από τις μονοπωλιακές πατέντες που χορηγούνταν από το κράτος και που απέδιδαν προνόμια συντεχνιών σε μικρές ομάδες ατόμων (αλλά ακόμα και αυτές ήταν περιορισμένες στα 7 χρόνια, το χρόνο για μια ομάδα μαθητευόμενων να περάσουν από το σύστημα και δυνητικά να γίνουν ικανοί για να δημιουργήσουν μια νέα συντεχνία). Αλλά το δικαίωμα του κράτους να αποδίδει τέτοια προνόμια γινόταν αντικείμενο λυσσαλέας διαμάχης (συχνά με επιτυχία) από τις συντεχνίες.

Αυτό που δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν οι συντεχνίες ήταν ο αυξανόμενος αριθμός τεχνητών που δεν είχαν καμιά ελπίδα να γίνουν αφέντες στις δικές τους συντεχνίες. Στις μεγάλες πόλεις, απεγνωσμένοι τεχνίτες ξεκίνησαν να παρατούν τα δικά τους επαγγέλματα και να φτιάχνουν μικρές μανιφακτούρες. Οι μικρές αυτές μανιφακτούρες, παρότι διώκονταν, κατάφεραν να επιβιώσουν έξω από το σύστημα των συντεχνιών και την μεσαιωνική ιεραρχία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, και παρότι πάρα πολλοί πιάστηκαν από επιθεωρητές των συντεχνιών, τιμωρήθηκαν ή ακόμη και φυλακίστηκαν, στα μέσα του 17ου αιώνα περιοχές του Λονδίνου κυριαρχούνταν απ’ αυτές. Καθώς βρίσκονταν έξω από το σύστημα των συντεχνιών, οι εργαζόμενοί τους δεν ήσαν μαθητευόμενοι με την παλιά έννοια, αλλά εργάτες για ένα μισθό: αυτό αποτέλεσε ήδη τη νησίδα του νέου τρόπου παραγωγής.

Τώρα τα δύο συστήματα συνυπήρχαν: το ένα συνέχιζε να επικρατεί και το άλλο, μικρό, πάλευε και εμποδιζόταν σε κάθε περίπτωση από τους κανόνες του παλιού συστήματος. Ο John Lilburne, ένας από τους ηγετικούς εκπροσώπους των Levellers, της ρεπουμπλικανικής αριστερής πτέρυγας, υπήρξε ένα τυπικό παράδειγμα: αρχικά ξεκινώντας σαν μαθητευόμενος κατασκευαστής ρούχων, έγινε Προτεστάντης. Η έκδοση και διανομή βιβλίων ήταν μονοπώλιο των Stationers, και όταν επιχείρησε να εισάγει Προτεσταντικά κείμενα από την Ολλανδία, πιάστηκε από τους επιθεωρητές της συντεχνίας και φυλακίστηκε. Όταν απελευθερώθηκε, έγινε ένας πετυχημένος μικρός ζυθοποιός μέχρι το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου. Μετά από δυόμιση χρόνια πολέμου, επιχείρησε να χρησιμοποιήσει τη γνώση του για τα ρούχα σαν εξαγωγέας ρούχων. Αλλά το μονοπώλιο των εξαγωγών ρούχων ανήκε στους Merchant Adventurers, όχι στους ίδιους τους κατασκευαστές. Εγκαταλείποντας αυτό έγινε κατασκευαστής σαπουνιού… Μόνο και μόνο για την επιβίωση, άνθρωποι σαν τον John Lilburne αναγκάστηκαν να επιβιώσουν έξω και ενάντια στο σύστημα των συντεχνιών.

Άλλοι υποστηρικτές των Levellers δουλεύανε στη ζυθοποιία στη βυρσοδεψία, στην κατασκευή γυαλιού, πιλημάτων, λινάτσας, καπέλων, στα βαφεία, σε κλωστήρια μεταξιού και σχεδόν όλοι ανακατεύτηκαν σε συνεχείς διαμάχες με τις συντεχνίες. Ήταν φυσικό ότι ο ορίζοντάς του κόσμου τους έγινε η «ελευθερία»: ελευθερία από τις συντεχνίες, ελευθερία από τα επιβεβλημένα από το κράτος μονοπώλια, ελευθερία του εμπορίου, ελευθερία της συνείδησης.

Έτσι έχουμε την πρώτη συνθήκη: ο νέος τρόπος παραγωγής δεν είναι κάτι αυθαίρετο, επιθυμητό να υπάρξει, αλλά ένα προϊόν του παλαιού συστήματος: στην περίπτωση αυτή του συστήματος των συντεχνιών που ήταν δομικά αδύνατο να προσφέρει θέσεις για όλους τους μαθητευόμενους.

Μετά, το καινούργιο σύστημα ξεκίνησε να μολύνει το παλιό. Εδώ η οδός ήταν απλή: για να επεκταθεί ο νέος τρόπος παραγωγής χρειαζόταν κεφάλαιο, και το κεφάλαιο ήταν ήδη διαθέσιμο. Η εμπορικές συναλλαγές ήταν ένα φυσιολογικό τμήμα της μεσαιωνικής οικονομίας, και πάλι μονοπωλημένο από εμπορικές συντεχνίες. Αλλά δοσμένης της νέας πηγής κέρδους γιατί θα έπρεπε να ενδιαφέρονται αν τα προϊόντα που εμπορεύονταν κατασκευάστηκαν σύμφωνα με τους κανόνες των συντεχνιών ή όχι; Από την μεταπώληση προϊόντων που δεν ανήκαν στις συντεχνίες υπήρξε ένα μικρό βήμα στην χρηματοδότηση της παραγωγής τους παρ’ όλο που τελικά τα εμπόδια για να κάνουν αυτή τη δουλειά σε μεγάλη κλίμακα ήταν πολύ μεγάλα και οι κυριότερες μεγάλες καπιταλιστικές βιομηχανίες δεν βασίστηκαν στις αρχικές των πολυδαίδαλων συνοικιών του Λονδίνου, αλλά στο αναπτύχθηκαν στο Βορρά, μακριά από τον όποιο έλεγχο των συντεχνιών. Όταν αυτές οι μεγάλης κλίμακας βιομηχανίες εγκαθιδρύθηκαν, το σύστημα των συντεχνιών ήταν καταδικασμένο: ο αριθμός των μαθητευόμενων που μπορούσε να ενσωματώσει το σύστημα των συντεχνιών με τα διάφορα στάδια ήταν περιορισμένο συγκριτικά με την μάζα των εργατών που χρειαζόντουσαν για τις νέες μανιφακτούρες. Μερικοί από το παλιό σύστημα προσπάθησαν να ανταγωνισθούν προσλαμβάνοντας μεγάλους αριθμούς μαθητευομένων ενάντια στους ίδιους τους κανόνες τους, ή απασχολώντας τεχνήτες που δεν είχαν ολοκληρώσει τη μαθητεία τους. Το αποτέλεσμα ωστόσο ήταν οι συντεχνίες να καταντήσουν ένα εθιμοτυπικό κέλυφος του παλιού τους εαυτού, και σταδιακά να εξαφανισθούν μέσα στους επόμενους δύο αιώνες.

Είναι αξιοπρόσεκτο ότι η μετάβαση από την συντεχνιακή παραγωγή στην καπιταλιστική, στα πρώιμα της στάδια, δεν οδηγήθηκε από κάποια τεχνολογική αλλαγή, αλλά από την αδυναμία του συστήματος των συντεχνιών να αντεπεξέλθουν στις επεκτεινόμενες αγορές. Οι αλλαγές και οι αιτίες της διασποράς του νέου συστήματος ήσαν κοινωνικές. Οι νέες τεχνολογίες – κυρίως η χρήση των ατμοκίνητων μηχανών στην παραγωγή- έγινε σημαντική έναν αιώνα αργότερα.

Όλ’ αυτά υποδεικνύουν μερικές πιθανές ιδιότητες προκειμένου να εξαπλωθεί ένας νέος τρόπος παραγωγής:

* Ο νέος τρόπος εμφανίζεται σε έναν τομέα αιχμής της οικονομίας, ο οποίος μπορεί να μην αποτελεί τη βάση του παλαιού συστήματος: εν προκειμένω, μανιφακτούρα, όχι η γεωργία
* Ένας νέος τρόπος παραγωγής δεν είναι προϊόν της θέλησης να υπάρξει, αλλά ένα φυσικό ανάπτυγμα του παλαιού
* Ο νέος τρόπος παραγωγής αρχικά εξαρτάται από τον παλαιό, καταρχήν σαν πηγή γνώσης και δεξιοτήτων και δευτερευόντως σαν πηγή όλων εκείνων των αγαθών που δεν μπορεί να παράγει ο ίδιος.
* Οι δύο τρόποι παραγωγής πρέπει να μπορούν να συνυπάρχουν όσο ο νέος μεγαλώνει.
* Ο νέος τρόπος παραγωγής πρέπει να είναι ικανός να»μολύνει» και να αδυνατίσει τον παλαιό
* Σε κάποιο σημείο ο νέος τρόπος πρέπει να προσφέρει δυνατότητες που δεν μπορεί ο παλαιός
* Ο νέος τρόπος παραγωγής πρέπει να είναι σε θέση να εξαπλωθεί σε όλα τα σημαντικά πεδία, αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητο να γίνει απευθείας – η πλήρης ενσωμάτωση της γεωργίας στον καπιταλισμό είναι μια συνεχιζόμενη διαδικασία στις περισσότερες χώρες.

Η δήλωση ότι «το ελεύθερο λογισμικό είναι ο πυρήνας ενός νέου τρόπου παραγωγής» συχνά οδηγεί στο ερώτημα «πως μπορείς να φτιάξεις πλυντήρια με τον ίδιο τρόπο;» Αυτό εξαρτάται από τις παραδοχές σου σχετικά με το από τι απαρτίζεται αυτός ο τρόπος: είναι το κύριο γεγονός τεχνολογικό, το γεγονός ότι το ελαττωμένο κόστος των υπολογιστών έκανε το λογισμικό ένα δημόσιο αγαθό ή είναι κοινωνικό, και το γεγονός ότι οι άνθρωποι δουλεύουν μαζί με έναν νέο τρόπο είναι το κυριότερο;

Αν είναι το πρώτο, τότε η παραγωγή υλικών αγαθών με τον ίδιο τρόπο θα πρέπει να «αποϋλοποιηθεί»: πρέπει να να περιμένουμε την εφεύρεση εκπομπέων ύλης πριν κάτι τέτοιο γίνει πιθανό.

Αν είναι το δεύτερο, τότε υπάρχει η δυνατότητα να δώσουμε μια πιο αισιόδοξη απάντηση: τη στιγμή που η εργασία με βάση τις αρχές του ελεύθερου λογισμικού θα έχει εξαπλωθεί αρκετά πλατιά στην οικονομία ώστε να πλησιάσει τους ανθρώπους που φτιάχνουν πλυντήρια, τότε θα γνωρίζουν πως να το κάνουν. Σε κάθε επανάσταση των τελευταίων εκατό χρόνων οι άνθρωποι ξεκίνησαν να παίρνουν τον έλεγχο της εργασίας τους. Αν η επανάσταση ηττούνταν, ο έλεγχός τους χανόταν. Αν η επανάσταση νικούσε, ο έλεγχός τους αποσπούνταν απ’ αυτούς. Αλλά η δυνατότητα είναι εκεί και έχει φανεί επανειλημμένα ακόμα και αν σπάνια καταγράφεται στα βιβλία της ιστορίας. Αυτό που το ελεύθερο λογισμικό έδειξε ότι είναι νέο, είναι η δυνατότητα αυτής της μορφής εργασίας σε διευρυμένη κλίμακα, που διατηρήθηκε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα.

Αλλά σε κάθε περίπτωση, το να περιμένεις μια απάντηση στο «ερώτημα του πλυντηρίου» τώρα, θα απαιτούσε μαγεία. Ένα απότομο άλμα, είτε τεχνολογικό είτε κοινωνικό, το οποίο δεν είναι πιθανό να συμβεί.

2 Comments Οι δύο οικονομίες

  1. ενας ομοτιμος

    Ειδα και σε προηγουμενο αρθρο αναφορα στον Καστοριαδη.Δυστυχως ο Καστοριαδης δεν υπαρχει πια και η ερωτηση μου ειναι αν εχουν ασχοληθει θεωρητικοι της ελευθεριακης αριστερας με το θεμα p2p .

  2. Βασίλης Κωστάκης

    Όσο γνωρίζω θεωρητικοί της ελευθεριακής αριστεράς δεν έχουν ασχοληθεί ειδικά με το θέμα P2P. Κάποιες συνδέσεις από θεωρητικούς (που δε γνωρίζω αν ο χαρακτηρισμός «ελευθεριακή αριστερά» τους αντιπροσωπεύει και αν ναι πόσο) που ασχολούνται σχετικά είναι οι ακόλουθες:

    1_το μανιφέστο του Bauwens http://www.networkcultures.org/weblog/archives/P2P_essay.pdf
    2_Μαρξισμός και ελεύθερο λογισμικό του Victor http://www.oekonux-konferenz.de/dokumentation/texte/Victor.html (άλλα κείμενα από oekonux http://www.oekonux.org/texts/index.html)
    3_Το «Empire» των Hardt και Negri (το οποίο διατίθεται ελεύθερα σε Pdf στο διαδίκτυο) καταπιάνεται με την άυλη εργασία
    4_»Hacker’s Manifesto» του Wark (το οποίο διατίθεται κι αυτό ελεύθερο)

Leave A Comment

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *