Οι «νοικοκυραίοι», τα κοινά αγαθά, η ομότιμη παραγωγή και το «δίλημμα» της εθνικής αστικής τάξης

Η μετάφραση του άρθρου του Αρίστου Δοξιάδη “Νοικοκυραίοι, ραντιέρηδες, καιροσκόποι – Θεσμοί και νοοτροπίες στην ελληνική οικονομία” έπεσε στην αντίληψή μου μου μετά από υπόδειξη του Michel Bauwens. Ο λόγος ήταν η εκτεταμένη συζήτηση που είχαμε μεταξύ μας για το αναπάντεχο ενδιαφέρον που έχει κινήσει η ομότιμη θεωρία στην Ελλάδα, μια χώρα της περιφέρειας του Ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Ίσως οι παρακάτω συζήτηση φωτίζει της πραγματικές αιτίες του ενδιαφέροντος σε μια χώρα που ούτε η ομότιμη παραγωγή είναι ανεπτυγμένη, ούτε οι παράδοση της συνεργασίας εγκαθιδρυμένη.

Μπορεί κανείς να διαφωνήσει σε πολλά επι μέρους σημεία με την ανάλυση του συγγραφέα, ωστόσο ο πυρήνας της σκέψης του έχει κατά τη γνώμη μου εξαιρετικό ενδιαφέρον. Να πως περιγράφει μια από τις βασικές ιδιομορφίες της Ελληνικής οικονομίας ο συγγραφέας, αναφερόμενος στους «νοικοκυραίους»:

Δεν υπάρχει άλλη χώρα στην Ευρώπη και στον ΟΟΣΑ που να έχει τόσο πολλούς αυτοαπασχολούμενους και τόσα μικροαφεντικά όπως η Ελλάδα σε αναλογία με τον πληθυσμό. Στην Ελλάδα το 57% όσων απασχολούνται στη «μη χρηματοοικονομική επιχειρηματική οικονομία» (ΜΧΕΟ) είναι είτε αυτοαπασχολούμενοι είτε σε επιχειρήσεις με λιγότερους από 10 απασχολούμενους. Στο σύνολο της ΕΕ των «27» ο δείκτης είναι 30%. Η Ιταλία έρχεται δεύτερη με 47%, η Πορτογαλία τρίτη με 42%. Η Γαλλία είναι στο 27%, η Μ. Βρετανία στο 21%, η Γερμανία στο 18%. Το νέο μας πρότυπο, η Δανία, στο 20%4.

Εξίσου κατακερματισμένη είναι και η γεωργία, που δεν περιλαμβάνεται στα παραπάνω. Στην αμπελοπαραγωγό Κορινθία ο μέσος εξαγωγικός αμπελώνας είναι κάτω από 30 στρέμματα και ο μεγαλύτερος κάτω από 200. Οι ανταγωνιστές της Κορινθίας στη Μούρθια της Ισπανίας έχουν πάνω από 1.000 στρέμματα ο καθένας. Το ίδιο και στην Καλιφόρνια, στη Νότιο Αφρική, στη Χιλή, στην Αίγυπτο.

Στο σύνολο της οικονομίας, οι απασχολούμενοι σε επιχειρήσεις άνω των 250 εργαζομένων δεν ξεπερνούν το 9% του εργατικού δυναμικού – μαζί με τις ΔΕΚΟ και τις τράπεζες. ”

Ανάμεσα στα συμπεράσματα ο συγγραφέας επισημαίνει:

Η πολιτική ανάπτυξης θα πετύχει μόνο αν εστιάσει στις οικογενειακές στρατηγικές, στις μικροεπιχειρήσεις, στην προσοδοκρατία και στον καιροσκοπισμό – είτε για να αξιοποιήσει μερικά στοιχεία τους, είτε για να τα αλλάξει.

Ένα νέο ελληνικό αναπτυξιακό μοντέλο δεν θα μοιάζει με τα πετυχημένα διεθνώς. Ξεκινάει από άλλες βάσεις, και θα έχει άλλη τροχιά. Ας αποδεχθούμε την ιδιομορφία.

Η κοινωνία έχει αναπτύξει ανεπίσημους θεσμούς ευρείας αποδοχής. Τα φροντιστήρια, για παράδειγμα, που δεν κλείνουν ποτέ όταν γίνονται καταλήψεις στα σχολεία. Ή τις μεταχρονολογημένες επιταγές. Ας σκεφτούμε πώς θα τους αξιοποιήσουμε.”

Είναι αξιοσημείωτο πως η πολιτική ελίτ ανεξαρτήτου πολιτικής τοποθέτησης αρνήθηκε για τόσες δεκαετίες να αξιοποιήσει αυτή την ιδιομορφία, ή μάλλον την εκμεταλλεύτηκε τελείως στρεβλά. Τόσο οι αστικές δυνάμεις του εκσυγχρονισμού που οραματίζονταν να προσαρμόσουν την Ελλάδα στο αναπτυξιακό πρότυπο της υψηλής συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, όσο και της αριστεράς που οραματίζονταν να υποτάξουν το σύνολο της οικονομίας στη διεύθυνση του κράτους (και οι δύο μορφές επέκτασης της προλεταριοποίησης και της μισθωτής εργασίας) ουσιαστικά αγνόησαν τις πραγματικές αρχικές συνθήκες του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Οι πολιτικές ελίτ ανέπτυξαν κουλτούρες περιφρόνησης στον αναπτυξιακό σχεδιασμό αυτού που ήδη υπήρχε στην ελληνική οικονομία αλλά και του ίδιου του λαού της χώρας. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα η εκσυγχρονιστική κλίκα της σοσιαλδημοκρατίας (ποιος δεν θυμάται το απαξιωτικό «αυτή είναι η Ελλάδα») όσο και οι “επαναστάτες” της αυτοαποκαλούμενης αριστεράς με τη φιλολογία τους για «στρεβλή», εξαρτημένη ανάπτυξη που “κλαίγανε” για τις αδυναμίες συσσώρευσης του ελληνικού καπιταλισμού κτλ.

Σημαντικό ρόλο σ’ αυτή την ιδιομορφία έπαιξε ο τρόπος αναπαραγωγής αυτών των ελίτ που συνδύαζε σχεδόν πάντα ένα στάδιο εργασίας και εκπαίδευσης στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες τα πρότυπα των οποίων επιθυμούσαν να εισαγάγουν στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Στα χέρια τους το κράτος είχε μια συνεχή σχιζοειδή λειτουργία: από τη μια προσπαθούσε να εισαγάγει μοντέρνους θεσμούς αντιγραμμένους από τον ανεπτυγμένο καπιταλισμό (ένα βίαιο εκσυγχρονισμό που είχε πολύ μικρή αποτελεσματικότητα στις ελληνικές συνθήκες) και από την άλλη να διαπραγματεύεται και να υποχωρεί σε μια σειρά συντεχνιακά αιτήματα οργανωμένων ομάδων προκειμένου να εξασφαλίζει την επανεκλογή του και την πολιτική του ηγεμονία.

Στις 5.000 και πλέον σελίδες τεκμηρίωσης του ιδρύματος για τις ομότιμες εναλλακτικές, υπάρχουν πολλαπλά παραδείγματα που απαντούν στο πως η κατανεμημένη αυτή ιδιοκτησία μπορεί να αναδιοργανωθεί παραγωγικά, χωρίς να υποστεί την εκτεταμένη καταστροφή και την καθυπόταξη στο φοροεισπρακτικό κράτος και στους δανειστές του όπως της προδιαγράφουν οι πολιτικοί της ηγέτες με εργαλείο το μνημόνιο συνεργασίας.

Η συζήτηση αυτή μπορεί να ανοίξει σήμερα όχι μόνο γιατί η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σε κομβικό σταυροδρόμι αλλά γιατί σήμερα βρισκόμαστε μπροστά στην ιστορική ανάδυση νέων μορφών οργάνωσης της εργασίας που δεν κάνουν μονόδρομο για την αποτελεσματική και ανταγωνιστική παραγωγή προϊόντων την εκτεταμένη προλεταριοποίηση και την υπαγωγή του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού στα οργανωτικά σχήματα εντολής και ελέγχου των ιεραρχικά δομημένων μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Τα ομότιμα δίκτυα το έχουν αποδείξει αυτό καταγάγωντας σημαντικές νίκες έναντι μεγάλων εταιρειών σε τομείς υπηρεσιών που βρίσκονται στην αιχμή του δόρατος της άυλης παραγωγής των ανεπτυγμένων κοινωνιών όπως η παραγωγή λογισμικού.

Πώς όμως μπορεί η μικρή ιδιοκτησία και οι ανεπίσημοι θεσμοί να αποτελέσουν τη μαγιά μιας αναπτυξιακής δυναμικής και από «κατάρα» όπως είναι σήμερα για την πολιτική ελίτ της χώρας να μετατραπούν στην πραγματική ευκαιρία για την ανάπτυξη και την ευημερία της χώρας και των κατοίκων;

Αυτό απαιτεί μια προσεκτικά σχεδιασμένη αναπτυξιακή στρατηγική με καλές πιθανότητες επιτυχίας σε λίγους μόλις κλάδους της οικονομίας. Οι κλάδοι αυτοί θα πρέπει να είναι κλάδοι όπου απαιτούνται επενδύσεις κεφαλαίου μικρής κλίμακας ή κλάδοι όπου η υπάρχουσα τεχνολογία δίνει συγκριτικό πλεονέκτημα στην κατανεμημένη παραγωγή. Η στρατηγική αυτή θα πρέπει να οργανωθεί και να ενισχυθεί από ένα κράτος που θα διαμορφώσει και θα επεκτείνει έναν ευρύ χώρο συλλογικών, κοινών αγαθών, που θα χρησιμεύουν σαν τροφοδότης μέσων που οι μικρής κλίμακας επενδύσεις αδυνατούν να υποστηρίξουν αυτοτελώς.

Μια μεταρρύθμιση του σημερινού χρηματοπιστωτικού συστήματος με την κυκλοφορία παράλληλων νομισμάτων, θα απαιτηθεί για την γρήγορη ευόδωση του εγχειρήματος.

Παραδείγματα τέτοιων κλάδων είναι ο τουρισμός με την αγροτουριστική του μορφή, η ποιοτική βιολογική γεωργία, η εκπαίδευση, η υγεία, η κατανεμημένη παραγωγή ενέργειας, οι κατανεμημένες τηλεπικοινωνιακές υποδομές και φυσικά ο τομέας του λογισμικού με την προϋπόθεση στήριξης του αναπτυξιακού εγχειρήματος στην καθιέρωση του ελεύθερου λογισμικού ξεκινώντας από την υποχρεωτική χρήση του στον δημόσιο τομέα.

Ένα σημαντικά αναμορφωμένο εκπαιδευτικό σύστημα θα αποτελεί τον κορμό της προσπάθειας. Κύριο χαρακτηριστικό του θα αποτελεί η εξωστρέφια και η άμεση σύνδεσή του με τις ανάγκες των μικρών επιχειρήσεων. Η έρευνα θα αποτελεί οργανικό του κομμάτι. Οι κύριοι αναπροσανατολισμοί του θα μπορούσαν να αναλυθούν ως εξής:

  • Τα αποτελέσματα της δημόσια χρηματοδοτούμενης έρευνας κοινοποιούνται υποχρεωτικά και αδειοδοτούνται με εναλλακτικό σύστημα (δεν πατεντάρονται) ώστε η προκύπτουσα καινοτομία να μπορεί να χρησιμοποιηθεί άμεσα απ’ όλες τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις. Οι επιχειρήσεις αυτές οφείλουν να επιστρέφουν τις τεχνολογικές βελτιώσεις που πραγματοποίησαν βασισμένες στα αποτελέσματα αυτά, σαν κοινά αγαθά σε γρήγορο χρονικό διάστημα (1-2 χρόνια). Η επαναχρηματοδότηση ενός έργου να εξαρτάται κυρίως από τον βαθμό που το ερευνητικό του αποτέλεσμα απορροφήθηκε από την κοινωνία. Αυτό είναι εύκολα μετρήσιμο και αδιάβλητο.
  • Την κατάργηση του αναλυτικού προγράμματος και την αντικατάστασή του από τον ορισμό εκπαιδευτικών στόχων με ταυτόχρονη κατάργηση της υποχρεωτικής παρουσίας των μαθητών στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Χρηματοδότηση των σχολικών μονάδων ανάλογα με το αριθμό των μαθητών που προσελκύουν (φυσικά με εξαιρέσεις για τις ειδικές περιπτώσεις). Με την απελευθέρωση της εκπαίδευσης από τα δεσμά του κράτους, επιτρέπουμε σε δίκτυα εκπαίδευσης να αναπτυχθούν, εντάσσοντας το δυναμικό που παρέχει τέτοιες υπηρεσίες εκτός του επίσημου εκπαιδευτικού συστήματος. Τα δίκτυα αυτά θα ανταγωνίζονται το δημόσιο σχολείο σε περίπτωση που η διοίκησή του αδυνατεί να το επανασχεδιάσει αποτελεσματικά ή θα λειτουργούν (το πιο πιθανό) σε συνεργασία με αυτό. Το κράτος αποσύρεται έτσι σιγά – σιγά από την άμεση και καταστροφική του εμπλοκή στην εκπαίδευση και παραδίδει τα ηνία στις κοινότητες, τις οικογένειες και τους παιδαγωγούς. Οι μαθητές παύουν να στοιβάζονται χωρίς λόγο σε σχολεία φυλακές.
  • Τα πανεπιστήμια και οι πανεπιστημιακοί αξιολογούνται κυρίως από την μετρήσιμη προσφορά τους στην ανάπτυξη κοινών αγαθών γνώσης, ελεύθερα προσβάσιμων σε όλους τους πολίτες και τη συνεισφορά τους στην οικοδόμηση ενός κοινού κεφαλαίου καινοτομίας. Άμεσα μετρήσιμο και εγγενώς διαφανές σύστημα αξιολόγησης.
  • Η δια βίου μάθηση αποτελεί μέρος της δραστηριότητας όλων των εκπαιδευτικών βαθμίδων που αξιολογούνται με βάση την προσέλκυση και την εκπαίδευση που παρέχουν και στους εκτός επίσημου εκπαιδευτικού συστήματος πολίτες.
  • Οργάνωση μηχανισμών πιστοποίησης των γνώσεων των πολιτών που μπορούν να αποκτηθούν έξω από την κλασική φοίτηση σε ένα επίσημο εκπαιδευτικό ίδρυμα.

Αντί για τις μεταχρονολογημένες επιταγές, συστήματα παράλληλων τοπικών νομισμάτων που θα βοηθούσαν στην ανακύκλωση των υπηρεσιών στις τοπικές κοινωνίες και θα σφυρηλατούσαν δεσμούς αλληλεγγύης και εμπιστοσύνης ανάμεσα στα μέλη τους. Διαφανή συστήματα τέτοιας μορφής ενημερώνουν όλους για την οικονομική θέση του κάθε συμμετέχοντα και κάνουν τη φοροδιαφυγή άγνωστο είδος. Τα συστήματα αυτά μπορούν να αναπτυχθούν ακόμα και στο πλευρό του επίσημου νομίσματος (ευρώ άραγε ή δραχμή;)

Ακόμα πιο αξιόλογη είναι η δυνατότητα ανάπτυξης της κατανεμημένης παραγωγής στους τομείς της ενέργειας και των τηλεπικοινωνιών. Για τον πρώτο, εκτενείς αναφορές μπορεί να βρει ο αναγνώστης στα κείμενα για την ομότιμη παραγωγή ενέργειας εδώ.

Μεγάλο ενδιαφέρον έχει ο κλάδος των τηλεπικοινωνιών όπου με την χρήση τερματικού εξοπλισμού ασύρματης δικτύωσης οι πολίτες μπορούν να αναπτύξουν ανεξάρτητα από τους τηλεπικοινωνιακούς παρόχους δίκτυα επικοινωνίας. Προϋπόθεση της απελευθέρωσης αυτής της δυναμικής είναι η εκχώρηση μέρους του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος για δημόσια χρήση και όχι το πούλημά του από το κράτος στους μεγάλους τηλεπικοινωνιακούς παρόχους όπως μεθοδεύεται σήμερα (ενίσχυση της παρασιτικής προσοδοθηρίας του μεγάλου ελληνικού κεφαλαίου). Αυτό το μοντέλο ανάπτυξης της ευρυζωνηκότητας από τα κάτω θα δώσει εκπληκτικές ευκαιρίες σε τοπικές επιχειρήσεις που θα μπορούν να σχεδιάζουν να παράγουν και να εγκαθιστούν τον ηλεκτρομηχανολογικό εξοπλισμό και στην ερευνητική κοινότητα που θα αναπτύξει και θα καινοτομήσει στο περιβάλλον ενός τέτοιου συστήματος.

Οι προσωπικοί κατασκευαστές (ο αναγνώστης μπορεί να ανατρέξει στο παράδειγμα του RepRap) και τα κατανεμημένα συστήματα παραγωγής ελεγχόμενα από υπολογιστή (μικρά εργοστάσια, για παράδειγμα σε μέγεθος ενός γκαράζ που θα μπορούν να παράγουν ποικιλία αγαθών από μέταλλο, πλαστικό, ξύλο κτλ) βασισμένα σε σχέδια που ανήκουν ή όχι στη δημόσια σφαίρα, σε συνδυασμό με την επερχόμενη ενεργειακή κρίση που θα καταστήσει τις μεγάλες εμπορευματικές μεταφορές ασύμφορες, δημιουργεί ένα νέο λαμπρό πεδίο δόξας για την παραγωγή σε μικρή κλίμακα.

Τέλος τα τμήματα εκείνα του ελληνικού κεφαλαίου με αξιοσημείωτο μέγεθος θα πρέπει να συλλογιστούν προσεκτικά τη στρατηγική τους στο νέα εποχή. Ακολουθώντας αρπακτική στρατηγική με τη βοήθεια διεφθαρμένων κυβερνήσεων, που ιδιωτικοποιεί τον δημόσιο χώρο, αρπάζει τη γη για να αντλήσει υπεραξία, περιφράσει αγαθά όπως το νερό και οι δημόσιοι δρόμοι, επιχειρεί να γεμίσει την χώρα με συγκεντρωτικές υποδομές ενέργειας για να αντλεί την πρόσοδο των ΑΠΕ, οδηγείται σε μια αναπόφευκτη μεγάλη σύγκρουση με την συντριπτική πλειοψηφία των «νοικοκυραίων». Το αποτέλεσμα μπορεί να είναι η διάλυση. Αυτό δεν συμφέρει κανέναν.

Θα έπρεπε ακόμα να αναλογιστούν αν στις ρευστές συνθήκες του διεθνούς οικονομικού κλίματος και των ανερχόμενων κοινωνικών αγώνων, η στρατηγική του μεταπρατικού πλίατσικου, σε συνεργασία με τους ευρωπαϊκούς ομίλους τα συμφέροντα των οποίων με χαρά αναλαμβάνουν να πρακτορεύσουν, εγγυάται μεγαλύτερη και ασφαλέστερη κερδοφορία απ’ ότι η στροφή στον εθνικό κορμό και η παραγωγική τους ένταξη σε ένα σύστημα που θα στηρίζεται στην κατανεμημένη παραγωγή. Ποιά στρατηγική εξασφαλίζει ασφάλεια και σταθερό περιβάλλον ανάπτυξης στις σύνθετες επερχόμενες γαιοπολιτικές ανακατατάξεις; Τις ίδιες σκέψεις θα πρέπει να κάνουν και οι δανειστές, αφήνοντας την ελληνική κοινωνία να διαλέξει τον δικό της δρόμο. Στο όραμα της ανάπτυξης που βασίζεται στην κατανεμημένη παραγωγή και οι μεγάλοι έχουν θέση αρκεί να επενδύσουν στην παραγωγή εκείνων των αγαθών που έχουν πραγματικά ανάγκη τη μεγάλη κλίμακα.

Η στρατηγική αυτή συρρικνώνει αναπόφευκτα το κράτος και βοηθά στην ταχύτερη δημοσιονομική εξυγίανση αλλά και την απαλλαγή από την διεφθαρμένη πελατειακή λειτουργία του.

Αυτό κατά τη γνώμη μου είναι και το ιστορικό ζητούμενο του ελληνικού New Deal. Και παρότι βρίσκεται εκεί μπροστά μας έτοιμο να μας απογειώσει, λίγες πολιτικές δυνάμεις αρχίζουν (ευτυχώς) αργά, αλλά σταθερά να το διακρίνουν. Το ζήτημα είναι ότι ο χρόνος τρέχει.