Αντιπροσωπεύει η ομότιμη παραγωγή μια ριζοσπαστική ρήξη με τον καπιταλισμό;

Πρόκειται για απόσπασμα από το κείμενο του Jakob Rigi «Η ομότιμη παραγωγή ως εναλλακτική στον καπιταλισμό: ένας νέος κομμουνιστικός ορίζοντας» που δημοσιεύθηκε στα Αγγλικά στο Journal of Peer Production, μεταφράστηκε στα Ελληνικά από τον Γιώργο Παντελαίο και δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα Δράση.

———————————————————————————————————-

Ριζική ρήξη με τον καπιταλισμό

Ενώ πρακτικά και εμπειρικά ο ομότιμος τρόπος παραγωγής εξακολουθεί να βρίσκεται υπό την επίδραση του καπιταλισμού και να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από αυτόν (η αγορά ηλεκτρονικών υπολογιστών και άλλων υλικών και υπηρεσιών, καθώς και η χρήση των υποδομών του), η λογική του έρχεται σε ριζική αντίθεση με αυτήν του κεφαλαίου. Περιέγραψα εν συντομία παραπάνω σημαντικές πτυχές της ομότιμης παραγωγής που συμφωνούν με την κατανόηση του Μαρξ για τον κομμουνισμό. Όλες αυτές οι πτυχές έρχονται σε αντίθεση με τη λογική του κεφαλαίου. Εδώ θα αποδείξω πώς η λογική της ομότιμης παραγωγής έρχεται σε βαθιά αντίθεση με τον καπιταλιστικό καταμερισμό της εργασίας, επειδή ο καταμερισμός της εργασίας είναι το βασικό στοιχείο κάθε τρόπου παραγωγής. Επιτρέψτε μου να τονίσω ότι στην ομότιμη παραγωγή έχουμε κατανομή της εργασίας και όχι καταμερισμό της εργασίας (Weber, 2004). Οι τρόποι συνεργασίας στην ομότιμη παραγωγή και η διανομή των προϊόντων καθιστούν περιττό τον καπιταλιστικό μικροκαταμερισμό (καταμερισμός εντός ξεχωριστών μονάδων παραγωγής) και μακροκαταμερισμό (καταμερισμός ανάμεσα σε διαφορετικές μονάδες) της εργασίας.

Ομότιμη παραγωγή και ο καπιταλιστικός μικροκαταμερισμός της εργασίας

Στο επίπεδο της επιχείρησης, η καπιταλιστική διαχείριση επιβάλλει στους εργαζομένους τον τεχνικό καταμερισμό της εργασίας. Οι καπιταλιστές (ή οι διευθυντές που διορίζουν) συγκεντρώνουν τους εργάτες μαζί κάτω από την ίδια στέγη και τους βάζουν σε συγκεκριμένες θέσεις στην παραγωγική γραμμή του καταμερισμού της εργασίας υπό τη διεύθυνσή τους. Η συνεργασία μεταξύ των εργαζομένων είναι προϊόν του κεφαλαίου (Μαρξ, 1976). Η εφεύρεση των μηχανών τελειοποίησε τον τεχνικό καταμερισμό της εργασίας και οδήγησε στον τεϋλορισμό, στον οποίο το κεφάλαιο, με τη χρήση επιστημονικών μεθόδων, καθιέρωσε ένα πλήρες δεσποτικό σύστημα πάνω στους εργάτες (Braverman, 1974). Οι μελετητές του μεταφορντισμού υποστηρίζουν ότι ο μεταφορντισμός έχει ξεπεράσει τον τεϋλορισμό με την ενίσχυση των δεξιοτήτων των εργατών και τη συμμετοχή τους στη λήψη αποφάσεων (Amin, 1994). Παρόμοιοι ισχυρισμοί έχουν γίνει επίσης και για τη λεγόμενη ιαπωνοποίηση (Kaplinsky, 1988). Αυτοί οι ισχυρισμοί είναι στην καλύτερη περίπτωση αμφιλεγόμενοι (Castells, 2010/1996). Πολλοί υποστηρίζουν ότι ο τεϋλορισμός εξακολουθεί να είναι η κυρίαρχη μορφή οργάνωσης της εργασιακής διαδικασίας (Tomaney, 1994˙ Huws, 2003). Ανεξάρτητα από την εγκυρότητα της υπόθεσης του μεταφορντισμού, μπορούμε να πούμε με ασφάλεια ότι οι εργάτες ακόμα κατανέμονται σε κλειστούς χώρους και τους διαχειρίζονται δεσποτικά οι αντιπρόσωποι του κεφαλαίου. Αν και μια μικρή επίλεκτη ομάδα εργατών μπορεί να απολαμβάνει μερική αυτονομία, το σύνολο των εργασιακών διαδικασιών ελέγχεται κεντρικά από διευθυντές οι οποίοι ενσωματώνουν την εργασία ξεχωριστών εργατών σε μια συνολική συνεργατική διαδικασία εργασίας. Ο Andre Gorz (1999: κεφάλαιο 2), υπέρμαχος της υπόθεσης του μεταφορντισμού, λέει ότι ο μεταφορντισμός έχει αντικαταστήσει τον απρόσωπο και μηχανοποιημένο δεσποτισμό του τεϋλορισμού με νέες μορφές ατομικής υποδούλωσης. Οι μεμονωμένοι παραγωγοί δεν επιλέγουν τις εργασίες τους ή το ρυθμό, την ώρα και τον τόπο της εργασίας τους. Με άλλα λόγια, η διαδικασία της εργασίας είναι τόσο τοπικά όσο και χρονικά ενταγμένη σε ένα «μικροχώρο». Υπό την έννοια αυτή, η αντίθεση με την ομότιμη παραγωγή δε θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη. Στη συνεργασία της ομότιμης παραγωγής οι διαδικασίες εργασίας τόσο χρονικά όσο και τοπικά είναι ανεξάρτητες σε παγκόσμιο επίπεδο από κάποιο χώρο.

Η όλο και πιο περίπλοκη ανάπτυξη των ιεραρχικών μικροκαταμερισμών της εργασίας, η οποία ήταν σημαντικός παράγοντας για την αύξηση της παραγωγικότητας της βιομηχανικής εργασίας, αποτελεί εμπόδιο για την παραγωγικότητα της γνωστικής εργασίας. Ο Brook (1975) απέδειξε ότι σε μια κεντρική οργάνωση η αύξηση του αριθμού των μηχανικών που εργάζονται σε ένα συγκεκριμένο πρόβλημα λογισμικού μειώνει την απόδοση δημιουργώντας περιττές περιπλοκές με εκθετικό ρυθμό. Ο Raymond (2001) έδειξε ότι αυτό δεν ισχύει για την αποκεντρωμένη δικτυακή συνεργασία της ομότιμης παραγωγής. Εδώ η αύξηση του αριθμού των εργατών αυξάνει την απόδοση και βελτιώνει το προϊόν. Η υπόθεση αυτή μπορεί να ισχύει για όλες τις μορφές της γνωστικής παραγωγής.

Η online εθελοντική συνεργασία που βασίζεται σε δίκτυο ανατρέπει τη λογική της προς τα κάτω καπιταλιστικής διαχείρισης, η οποία είναι και η λογική του καπιταλιστικού κράτους. Ωστόσο, υπάρχει μια μορφή «κεντρικού» ελέγχου στην ομότιμη παραγωγή. Η ανάπτυξη του κάθε έργου ελέγχεται τελικά από το άτομο ή τα άτομα που θα το ξεκινήσει ή θα το ξεκινήσουν στο διαδίκτυο. Στα σταυροδρόμια έχουν τον τελευταίο λόγο, αν και υπάρχει χώρος για εκτενείς συζητήσεις. Ωστόσο, αν οι άλλοι δεν είναι ευχαριστημένοι με τις αποφάσεις που λαμβάνονται από την «ηγεσία», έχουν το δικαίωμα να πάρουν όλο το έργο και να το αναπτύξουν στην κατεύθυνση που επιθυμούν. Είναι ανάγκη να εξεταστεί με κριτικό πνεύμα αν αυτή η μορφή της «συγκέντρωσης» είναι επίδραση του εξωτερικού καπιταλιστικού περιβάλλοντος ή εγγενές χαρακτηριστικό της ομότιμης παραγωγής (O’Neil, 2009).

Ομότιμη παραγωγή και ο καπιταλιστικός μακροκαταμερισμός της εργασίας

Στον καπιταλιστικό μακροκαταμερισμό της εργασίας, οι διαφορετικές μονάδες παραγωγής δεν αλληλοσυνδέονται αμέσως αλλά μέσω της διαμεσολάβησης της αγοράς. Οι εργάτες ανταλλάσσουν την εργασία τους με αμοιβή και τα προϊόντα της εργασίας τους γίνονται εμπορεύματα που ανήκουν σε καπιταλιστές και πωλούνται στην αγορά. Μόνο με αυτόν τον τρόπο οι εργασίες των άμεσων παραγωγών από διάφορες μονάδες και κλάδους παραγωγής αλληλοσυνδέονται και γίνονται μέρη της συνολικής κοινωνικής εργασίας της κοινωνίας. Η κάθε μονάδα παραγωγής γίνεται συστατικό στοιχείο του συνολικού καπιταλιστικού μακροκαταμερισμού της εργασίας στο βαθμό που παράγει εμπορεύματα που πωλούνται (Μαρξ 1978). Αντίθετα, τα προϊόντα της ομότιμης παραγωγής είναι κυρίως παγκόσμια κοινά αγαθά.

Παρά το γεγονός ότι η γενική δημόσια άδεια επιτρέπει την πώληση των προϊόντων, είναι κοινή λογική ότι κανείς δεν πληρώνει για ένα προϊόν το οποίο είναι διαθέσιμο δωρεάν. Η εμπορική χρήση των προϊόντων της ομότιμης παραγωγής δεν τα κάνει εμπορεύματα, επειδή ο χρήστης δεν πληρώνει για αυτά και επομένως δεν καταγράφουν το κόστος του εμπορεύματος. Από αυτό προκύπτει ότι ο συνολικός μόχθος που ξοδεύεται παγκοσμίως σήμερα για τις διάφορες μορφές της ομότιμης παραγωγής είναι εκτός του καπιταλιστικού κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας και τον οριοθετεί. Στην παρούσα φάση, η ομότιμη παραγωγή οριοθετείται επίσης από την εμπορευματική μορφή, καθώς μεγάλα τμήματα των μέσων παραγωγής είναι εμπορεύματα και οι συντελεστές της ομότιμης παραγωγής πρέπει να κερδίσουν χρήματα. Ωστόσο, μια πλήρως αναπτυγμένη κοινωνία ομότιμης παραγωγής δεν είναι συμβατή με χρήματα και εμπόρευμα. Η εμπορευματική μορφή εξ ορισμού οριοθετεί τις ελευθερίες που εγγυάται η γενική δημόσια άδεια. (Στο σημείο αυτό μπορεί επίσης να φτάσει κανείς με τη χρήση της μαρξιστικής θεωρίας της αξίας. Ωστόσο αυτό απαιτεί μεγάλη επιχειρηματολογία για την οποία δεν υπάρχει εδώ χώρος).

Για να συνοψίσουμε, οι παραγωγικές δυνάμεις του πληροφοριακού τεχνολογικού υποδείγματος σε συνδυασμό με την αποκεντρωμένη μορφή συνεργασίας βάσει δικτύου, την απουσία μισθωτής εργασίας, την εθελοντική συνεισφορά, και τη μορφή των προϊόντων που είναι κοινά για όλους αποτελούν τα κύρια χαρακτηριστικά του ομότιμου τρόπου παραγωγής. Παρά το γεγονός ότι ο ομότιμος τρόπος παραγωγής είναι ακόμα στα πρώτα του βήματα, η λογική του είναι σαφώς διαφορετική από εκείνη του καπιταλισμού και έχει δημιουργηθεί ως απάντηση στις απαιτήσεις των νέων παραγωγικών δυνάμεων. Επομένως δύσκολα μπορεί να υπερεκτιμηθεί η ιστορική του σημασία, η επιτακτικότητά του και η καινοτομία του. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής είναι εμπόδιο για την υλοποίηση των δυνατοτήτων της γνώσης στην εποχή του διαδικτύου. Περιορίζει την ανθρώπινη δημιουργικότητα και γενικότερα την ανάπτυξη των εργατών της γνώσης. Συνεπώς δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ένα τμήμα των εργατών της γνώσης έχει επαναστατήσει ενάντια στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής με την εμφάνιση της ομότιμης παραγωγής. Όπως υποστηρίζει ο Söderberg (2008), αυτό αποτελεί μορφή ταξικής πάλης.

Η σχέση του ομότιμου τρόπου παραγωγής με τον καπιταλισμό

Η νέα κοινωνική παραγωγή αποτελείται από νησιά στη θάλασσα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Η σχέση αυτών των δύο, όπως τονίστηκε ανωτέρω, είναι σχέση αμοιβαίας εξάρτησης και ανταγωνισμού. Η κοινωνική παραγωγή εξαρτάται από τον καπιταλισμό για την απόκτηση κάποιων μέσων παραγωγής και των μισθών των συνεργατών της, ενώ ο καπιταλισμός από την άλλη πλευρά χρησιμοποιεί δωρεάν τα κοινά αγαθά της κοινωνικής παραγωγής.

Οι μαρξιστές διακρίνουν μεταξύ του τρόπου παραγωγής και του κοινωνικού σχηματισμού. Ο κοινωνικός σχηματισμός είναι ένα ολοκληρωμένο κοινωνικοοικονομικό, ιδεολογικό/πολιτισμικό σύστημα. Μπορεί να αποτελείται από περισσότερους τους ενός τρόπους παραγωγής. Ωστόσο, ένας τρόπος παραγωγής υπερισχύει έναντι των άλλων και οι επιταγές του καθορίζουν τα γενικά χαρακτηριστικά του κοινωνικού σχηματισμού. Με αυτήν την έννοια μπορούμε να θεωρήσουμε τους φεουδαρχικούς και καπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς διαφορετικούς από τους φεουδαρχικούς και καπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής. Παρά το γεγονός ότι ο κυρίαρχος τρόπος παραγωγής υπερισχύει έναντι άλλων τρόπων παραγωγής, δεν μπορεί να διαγράψει τις συγκεκριμένες λογικές τους. Η συνεχής ένταση και αλληλεξάρτηση μεταξύ του κυρίαρχου τρόπου παραγωγής και των δευτερευόντων κάνουν τους κοινωνικούς σχηματισμούς δυναμικά, άνισα και σύνθετα φαινόμενα.

Ο καπιταλιστικός κοινωνικός σχηματισμός έχει περάσει από τρεις μερικώς αλληλεπικαλυπτόμενες φάσεις: την αναδυόμενη, την κυρίαρχη και τη φθίνουσα. Στην αναδυόμενη φάση (1850-1950), ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής υπερίσχυε έναντι του φεουδαρχικού και του οικιακού τρόπου παραγωγής καθώς και άλλων τρόπων παραγωγής πριν από τον καπιταλιστικό σε όλον τον κόσμο, αποσπώντας εργατικά χέρια και αξία από αυτούς (Mandel, 1972: κεφάλαιο 2). Στη δεύτερη φάση (1950-1980), ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής διέβρωσε βαθιά τους τρόπους παραγωγής που ήταν προγενέστεροι του καπιταλιστικού και τους αντικατέστησε με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Ο καπιταλισμός επεκτάθηκε τόσο εντατικά (διεισδύοντας σε νέους τομείς παραγωγικής δραστηριότητας όπως οι υπηρεσίες) όσο και εκτατικά (κατακτώντας όλον τον κόσμο). Η τρίτη φάση (1980-και μετά) χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση του πληροφοριακού τεχνολογικού υποδείγματος και του κοινωνικού τρόπου παραγωγής εντός του καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού. Η περίοδος αυτή έχει περιγραφεί με όρους όπως «δικτυακή κοινωνία» (Castells, 2010/1997), «αυτοκρατορία» (Hardt και Negri, 2000), κ.λπ.

Παρά το γεγονός ότι ο ομότιμος τρόπος παραγωγής εξακολουθεί να βρίσκεται υπό την επίδραση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, η θέση του έναντι του καπιταλισμού είναι διαφορετική από εκείνη των τρόπων παραγωγής πριν από τον καπιταλιστικό. Ενώ στις δύο πρώτες φάσεις ο καπιταλισμός αντιπροσώπευε τις νέες παραγωγικές δυνάμεις, στην τρίτη φάση η ομότιμη παραγωγή είναι ο νέος και αναδυόμενος τρόπος παραγωγής και ο καπιταλισμός είναι ο φθίνων. Αν υπερισχύσει η ομότιμη παραγωγή έναντι του καπιταλισμού, θα έχουμε την αναδυόμενη φάση του κοινωνικού σχηματισμού της ομότιμης παραγωγής. Δε θέλω να δώσω την εντύπωση ότι η νίκη της ομότιμης παραγωγής απέναντι στον καπιταλισμό είναι είτε ομαλή εξελικτική διαδικασία είτε αναπόφευκτη. Εξαρτάται πλήρως από τους προσανατολισμούς και τις συνέπειες της τρέχουσας κοινωνικής πάλης, ιδιαίτερα του αγώνα των κοινοτήτων με ομότιμη παραγωγή. Καθώς θα ασχοληθώ με το θέμα αυτό στο τελευταίο μέρος, το μέρος που ακολουθεί διερευνά κατά πόσον η τρέχουσα κοινωνική παραγωγή μπορεί να συμπεριληφθεί γενικά στην παραγωγή υλικών αγαθών.