Μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τη φασιστική απειλή; Διαδάγματα από το έργο του Νίκου Πουλαντζά

Στο κείμενο που ακολουθεί και δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Αυγή, ο καθηγητής Α. Δεδουσόπουλος παρουσιάζει τις σκέψεις του Ν. Πουλαντζά στο βιβλίο του «Φασισμός και δικτατορία: η Κομμουνιστική Διεθνής αντιμέτωπη στο φασισμό».

Η διατύπωση ηγεμονικής πρότασης και μια πολιτική διευρυμένων συμμαχιών που θα πρέπει να λαμβάνει υπόψιν σοβαρά τόσο τα συμφέροντα  εργατικής και της μικροαστικής τάξης όσο και της επισφαλούς και της γνωσιακής εργασίας αποτελεί τον ασφαλέστερο τρόπο για να αποφευχθεί ο εκφασισμός της ελληνικής κοινωνίας, σχέδιο με το οποίο φλερτάρει ανοιχτά η ελληνική ολιγαρχία και το χρηματιστικό κεφάλαιο.

————————————————————-

«… Ο φασισμός δεν αποτελεί μιαν αμυντική τακτική της αστικής τάξης, δεν είναι η προσφυγή σε μια ακραία μορφή κράτους εν όψει της επιθετικότητας της εργατικής τάξης, αλλά είναι το επιθετικό όπλο του μονοπωλιακού κεφαλαίου, όταν η εργατική τάξη έχει ήδη νικηθεί. Αυτό μας λέει ο Πουλαντζάς και από τη θέση αυτή ασκεί κριτική στις κυρίαρχες αντιλήψεις της Γ’ Διεθνούς1. Η ήττα του εργατικού κινήματος συντελείται στην αρχική φάση ανόδου του φασισμού, πριν ο φασισμός αποκτήσει σύνδεση με τις λαϊκές μάζες, πριν να επιχειρήσει τη μετατροπή του σε κόμμα μαζών. Η ήττα δεν οφείλεται μόνο στην ευρεία κατασταλτική, σχεδόν πολεμική, παρέμβαση του κράτους της Βαϊμάρης κατά των εργατικών διεκδικήσεων και εξεγέρσεων. Είναι κυρίως ήττα πολιτική (η παραγνώριση της σημασίας των δημοκρατικών θεσμών, η υποτίμηση των κοινωνικών συμμαχιών, η ταύτιση της κοινωνικής επανάστασης με την ένοπλη εξέγερση) και ήττα ιδεολογική. Θα επιστρέψω πάραυτα στην ιδεολογική ήττα.

Το δεύτερο σημείο στο οποίο εμμένει ο Πουλαντζάς είναι ότι ο φασισμός ανθίζει πάνω στο έδαφος της κρίσης νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος. Η κρίση νομιμοποίησης δεν περιορίζεται μόνο στη διάρρηξη της προϋπάρχουσας σχέσης εκπροσώπου (κόμματος) – εκπροσωπούμενου (κοινωνικών τάξεων ή μερίδων). Αναφέρεται στην ικανότητα διατύπωσης ηγεμονικών προτάσεων, πολιτικών προγραμμάτων που επιτρέπουν να περιληφθούν και να ικανοποιηθούν σε σημαντικό βαθμό τα συμφέροντα των μη κυρίαρχων τάξεων στα συμφέροντα των κυρίαρχων μερίδων του κεφαλαίου. Η αδυναμία διατύπωσης ηγεμονικού σχεδίου οδηγεί στην κυριαρχία του οικονομισμού, της διαπάλης μόνο για οικονομικά αιτήματα και συμφέροντα: Η οικονομική πολιτική της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης μετά την κρίση του 1929 περιλαμβάνει ουσιαστικά το σύνολο των οικονομικών μέτρων που αντιμετωπίζουμε σήμερα ως Μνημόνιο, ακυρώνει ένα προς ένα όλα τα κοινωνικά δικαιώματα που κατάκτησε το εργατικό κίνημα την επαύριο της λήξης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου με την ανάδειξη του SPD στην κυβέρνηση. Είναι το ίδιο το SPD που αναλαμβάνει την ακύρωση της εργατικής νομοθεσίας και των προνοιακών παροχών. Αποτέλεσμα, η ύφεση και η μαζική ανεργία που φτάνει το 40% τις παραμονές ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία. Σ’ αυτήν την περίοδο, το ήδη ηττημένο εργατικό κίνημα αμύνεται καταφεύγοντας ομοίως σε αντιθετικές οικονομικές -συνδικαλιστικές- διεκδικήσεις.

Το τρίτο ζήτημα που επιμένει ο Πουλαντζάς είναι ο ρόλος της μικροαστικής τάξης. Η μικροαστική τάξη αποτελεί τη βάση μετατροπής του φασισμού από συμμορία σε μαζικό κόμμα. Τα μικροαστικά στερεότυπα αναπαράγονται κυριαρχικά από τον φασισμό, αλλά, όπως τονίζει ο Πουλαντζάς κατ’ επανάληψη παραθέτοντας τον Τολιάτι, όχι ως μοναδικά στοιχεία του φασιστικού λόγου. Αντιθέτως, ο Πουλαντζάς επισημαίνει ότι ο φασιστικός ιδεολογικός λόγος είναι ετερογενής και διαφοροποιημένος, απευθύνεται με διαφορετικούς τρόπους σε κοινωνικές τάξεις και μερίδες της κοινωνίας, οργανώνοντας την ηγεμονία του μονοπωλιακού κεφαλαίου. «Ο φασισμός… μπόρεσε να ξαναπάρει στον ιδεολογικό του λόγο, διαστρέφοντάς τις, μια σειρά από βαθιές λαϊκές επιθυμίες» γράφει ο Πουλαντζάς2.

Μέσα από αυτήν την πολιτική και ιδεολογική διαδικασία ενοποιεί αφενός, περιθωριοποιεί αφετέρου, κερδίζει αλλού την ανοικτή συστράτευση, αλλού την παθητική υποταγή και αλλού την αδρανοποίηση. Η πολιτική πορεία του Χίτλερ προς την εξουσία είναι μια συνεχής πορεία σύναψης και ανατροπής συμμαχιών. Οι συμμαχίες οργανώνονται με σκοπό την εξασφάλιση της υποστήριξης και, μόλις καταστούν εμπόδιο για μια νέα συμμαχία, διαλύονται, συχνά με ακραία βιαιότητα. Το σημείο «μη επιστροφής» είναι η σύνδεση του ναζισμού με το μονοπωλιακό κεφάλαιο και η υλική μορφή που προσλαμβάνει αυτή η συμμαχία είναι το εξοπλιστικό πρόγραμμα της Γερμανίας. Αλλά το «σημείο μη επιστροφής» σηματοδοτεί και τη ρήξη με τη μικροαστική τάξη, έστω και αν τα βιοτικά της συμφέροντα εξυπηρετήθηκαν μόνον «εξ αντανακλάσεως», όσο διαρκούσε η πολεμική προπαρασκευή….»