H ελληνική μικροαστική αριστερά και η ομότιμη προοπτική

Αξίζει ιδιαίτερη μνεία στην παρέμβασή του Αιμίλιου Ζαχαρέα με τον τίτλο «Η μικροαστική αριστερή παθογένεια» (Ελευθεροτυπία, Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2007 σελ. 10) κυρίως γιατί, ενάντια στο ρεύμα, διατυπώνει με παρρησία αλήθειες που συγκαλύπτονται σκόπιμα από μεγάλο μέρος της αυτοαποκαλούμενης «αριστερής» διανόησης της χώρας μας. Στην παρέμβασή του -που θα συνιστούσα στον αναγνώστη να τη διαβάσει αυτούσια εδώ πριν προχωρήσει στη συνέχεια αυτού του post– ο Αιμίλιος Ζαχαρέας γράφει μεταξύ άλλων:

«…Τα κόμματα της Αριστεράς, ΣΥΝ και ΚΚΕ εκφράζουν σε επίπεδο ηγεσίας και στελεχικού δυναμικού τα ιδιοτελή συμφέροντα της επιθετικής μικροαστικής παθογένειας… Οι συναποτελούντες τις ηγετικές πολιτικές και συνδικαλιστικές ομάδες των κομμάτων αυτών θα ήθελαν να παίζουν τον ρόλο του αφεντικού, επειδή όμως δεν μπορούν να διαδραματίσουν αυτόν τον ρόλο ως ιδιώτες κεφαλαιούχοι, το κάνουν μέσα από το κρατικό κεφάλαιο χρησιμοποιώντας τον όρο «δημόσιο», επειδή γίνεται ευκολότερα αποδεκτός. Διανοητικά δεν μπορούν να κατανοήσουν πως το κεφάλαιο είναι η έννοια μιας κοινωνικής σχέσεως και ενός αγώνα…».

Στην πραγματικότητα μέσα από την ανάλυσή του για τις σχέση της ελληνικής «αριστεράς» με το κράτος και τις κρατικές επιχειρήσεις, ο Αιμίλιος Ζαχαρέας αποκαλύπτει την πραγματική ταξική ταυτότητα της δεσπόζουσας ελληνικής αριστεράς που εξαντλείται στην πολιτική αντιπροσώπευση παλιών και νέων μικροαστικών στρωμάτων. Χωρίς να θέλω να επεκταθώ σε λεπτομέρειες καθώς ξεφεύγει από το αντικείμενο αυτού του post, συνοπτικά, αυτή η εκπροσώπηση πολώνεται ανάμεσα στα παραδοσιακά αντιδραστικά μικροαστικά στρώματα που καταστρέφονται από την οικονομική ανάπτυξη (τόσο σε εθνική κλίμακα αλλά πολύ περισσότερο στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης) και εκπροσωπούνται κυρίως από το ΚΚΕ, και σε ένα πολυμορφικότερο συνονθύλευμα, περισσότερο προοδευτικών μικροαστικών στρωμάτων που αναζητούν την φωνή τους μέσα από τον ΣΥΡΙΖΑ. Οι πρώτοι οραματίζονται ένα αντιμονοπωλιακό κράτος που θα αναδιανέμει το πλεόνασμα υπέρ του μικρού κεφαλαίου και θα το γλιτώσει από την κατά τ’ άλλα αναπόδραστη καταστροφή του (όραμα ουτοπικό, που προϋποθέτει επιπλέον την αντιστροφή της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης), ενώ οι δεύτεροι υιοθετούν μια μίξη αντιδραστικών και προοδευτικών αντιλήψεων (σχίσμα που εκφράζεται με τους δύο μείζονες πόλους στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ) που προσπαθεί να συγκεράσει αμυντικές και αντιδραστικές πρακτικές με προοδευτικές μεταρρυθμιστικές προσεγγίσεις. Η στροφή αυτή στην δεσπόζουσα ταξική εκπροσώπηση της αριστεράς δεν είναι πρόσφατη και τα στοιχεία της μπορεί ήδη να διακρίνει κανείς με την επικράτηση της Λασαλικής τάσης στην σοσιαλδημοκρατία του περασμένο αιώνα (βλέπε comment στο post του Βασίλη Κωστάκη «Είναι το P2P Αριστερά ή Δεξιά;»).

Δίκαια ο Αιμίλιος Ζαχαρέας τους θυμίζει ότι «…πέταξαν ακόμα και τον Κ. Μαρξ στα αζήτητα αφού ο ίδιος ήταν παθιασμένος πολέμιος του κράτους…».

Την ιδεολογικοπολιτική υποταγή της ελληνικής αριστεράς στην κεφαλαιοκρατική σχέση και τη μισθωτή εργασία μέσα από την εξύμνηση της κρατικής ή δημόσιας μορφής ιδιοκτησίας είχα επισημάνει σε προηγούμενο post, σχολιάζοντας τις μετεκλογικές εξελίξεις.

Η υποταγή αυτή δεν είναι συνέπεια ιδεολογικής πλάνης, αλλά οργανικής επικράτησης της μικροαστικής ιδεολογίας και συμφερόντων στους κόλπους της, ενώ το τελικό αποτέλεσμα σε πολιτικό επίπεδο είναι η παντελής έλλειψη αυτοτελούς χειραφετικής πολιτικής έκφρασης της μισθωτής εργασίας στις λιγότερο προνομιούχες μορφές της. Ενδεικτικό είναι το χαμηλό επίπεδο προτεραιότητας που έχει στον πολιτικό λόγο των λεγόμενων «αριστερών» κομμάτων το πρόβλημα της χορήγησης πολιτικών δικαιωμάτων στους οικονομικούς μετανάστες που αποτελούν ένα ευάριθμο εργατικό δυναμικό που εκτελεί κυρίως χειρωνακτική εργασία. Έναντι αυτού προτάσσουν την διεκδίκηση της απλής αναλογικής γιατί, απλούστατα, η αναλογικότερη εκπροσώπηση διασφαλίζει την από καλύτερες θέσεις υπεράσπιση των συμφερόντων των «μικροπρονομιούχων» (που αρέσκονται να παριστάνουν τους «μη προνομιούχους»).

Με τον ψευδοεπαναστατισμό αγώνων διαμαρτυρίας, χωρίς προοπτική, τακτική και στρατηγική κατεύθυνση και ξεκαθαρισμένους στόχους, οι «μικροπρονομιούχοι» προσπαθούν να στρατολογήσουν τα πιο ανήσυχα και ριζοσπαστικά κομμάτια της νέας γενιάς (των 700 ευρώ). Αναλίσκονται σε μια αντικαπιταλιστική ρητορική και ορισμένοι απ’ αυτούς καταλήγουν να διαγκωνίζονται με τους ριζοσπάστες της ακροδεξιάς που απλώνουν ανησυχητικά την επιρροή τους, χρησιμοποιώντας ένα παρόμοιο λαϊκιστικό αντικαπιταλιστικό, κρατικολάγνο λόγο που οι προηγούμενοι έσπειραν. Οι υπόγειες ιδεολογικές συγγένειες τμημάτων της «αριστεράς» και της ακροδεξιάς μεταμορφώνονται σιγά -σιγά σε ορατές ανταλλαγές στελεχών και ψηφοφόρων. Θυμίζουν τις πολιτικές διαδρομές με τις οποίες η τότε «αριστερά» άνοιξε τον δρόμο στην άνοδο του φασισμού στην Ευρώπη του μεσοπολέμου.

 

Η κρατούσα αριστερά δημιουργεί μια σκόπιμη ιδεολογική σύγχυση γύρω από τη φύση της δημόσιας/κρατικής ιδιοκτησίας. Όπως επισημαίνει ο Michel Bauwens στο δοκίμιό του «Οι πολιτικές επιπτώσεις της ομότιμης επανάστασης» :

 

«… Η ατομική ιδιοκτησία είναι προσωπική, αλλά είναι και αποκλειστική, δηλώνει: oτι είναι δικό μου δεν είναι δικό σου. Αλλά και η κρατική, που αποτελεί συλλογική ιδιοκτησία, είναι επίσης αποκλειστική με μια άλλη όμως έννοια: δηλώνει, είναι δικό μας, αλλά σημαίνει ότι δεν έχεις πλέον την κυριαρχία. Προέρχεται από εμάς, ελέγχεται από μια γραφειοκρατία ή μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία, αλλά δεν είναι πραγματικά δική σου. Το συλλογικό έχει αναλάβει τον έλεγχο αντί για το άτομο, και περισσότερο συχνά (παρά όχι) εμπλέκεται εξαναγκασμός…»

 

Αυτή η «λεπτομεριούλα», ότι δηλαδή η φύση της παρούσας μορφής δημόσιας ιδιοκτησίας είναι αποκλειστική, «διαφεύγει» συστηματικά από τις πολιτικές ηγεσίες και τους λεγόμενους «αριστερούς» διανοούμενους (που «συμπτωματικά» αρκετά συχνά είναι ακαδημαϊκοί – δηλαδή δημόσιοι υπάλληλοι του ελληνικού κρατικού πανεπιστημίου- ή υπάλληλοι διαφόρων εποπτευόμενων από το κράτος οργανισμών και ιδρυμάτων). Μαζί μ’ αυτή, «διαφεύγει» επίσης συστηματικά, ότι ο έλεγχός της ασκείται από «…μια γραφειοκρατία ή μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία…» Ότι δηλαδή δημιουργείται μια κάστα προνομιακής πρόσβασης και ελέγχου της δημόσιας περιουσίας, που (θα πρόσθετε κανείς) μπορεί με τον τρόπο αυτό να αντλεί κοινωνικό πλεόνασμα. Η αποσιώπηση αυτή είναι κυρίως σκόπιμη αν και σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να οφείλεται και σε πραγματική αγραμματοσύνη. Έτσι κι αλλιώς οι ιδεολογικές παραδόσεις του επιστημονικού σοσιαλισμού ουδέποτε αποτέλεσαν το ισχυρό σημείο της ιδεολογικής συγκρότησης της ελληνικής «αριστεράς».

 

Στον αντίποδα των προσεγγίσεων μιας ενταγμένης στην κεφαλαιοκρατική σχέση «αριστεράς», που προβάλει σαν οραματικό ορίζοντα την «εκδημοκρατισμένη» (στην καλύτερή της εκδοχή) κρατική ιδιοκτησία, οι υποστηρικτές της ομότιμης αλλαγής προβάλουν τις νέες μορφές ιδιοκτησίας.

Η ομότιμη ιδιοκτησία διαφοροποιείται ουσιαστικά τόσο από την ατομική όσο και από την κρατική/δημόσια. Αφορά θεσμικά και νομικά κατοχυρωμένες μορφές μη αποκλειστικών μορφών καθολικής κοινής ιδιοκτησίας, όπως προσδιορίζονται κυρίως από τη Γενική Άδεια Δημόσιας Χρήσης (GPL) και μερικές εκδοχές των αδειών “Κοινών Δημιουργημάτων” (Creative Commons). Η “Κοινή” ιδιοκτησία που θεσμοθετούν

 

«…δεν είναι συλλογική ιδιοκτησία. Με τη χρήση τους η κυριαρχία αποδίδεται πλήρως στο άτομο, δηλαδή αναγνωρίζεται η ατομική του ιδιοκτησία. Μοιράζεσαι ελεύθερα την κυριαρχία σου με τους άλλους. Αυτό είναι ακόμα πιο ξεκάθαρο στα σχήματα αδειών των “Κοινών Δημιουργημάτων”(Creative Commons) όπου το άτομο αποκτά μια ολόκληρη κλίμακα δυνατοτήτων για μοίρασμα. Διατηρείς τον πλήρη έλεγχο, δηλαδή την “κυριαρχία” και δεν εμπλέκεται εξαναγκασμός…»(Michel Bauwens, «Οι πολιτικές επιπτώσεις της ομότιμης επανάστασης»).

 

Άρα η «Κοινή» ομότιμη ιδιοκτησία χαρακτηρίζεται από την αναγνώριση της κυριαρχίας του ατόμου ενώ η κρατική, συχνά επικαλούμενη το κοινό καλό, αφαιρεί την κυριαρχία του ατόμου και ελέγχεται από μια γραφειοκρατία ή στην καλύτερη περίπτωση ένα αντιπροσωπευτικό σώμα. Η ομότιμη ιδιοκτησία αναιρεί την αποξένωση του παραγωγού από το προϊόν της εργασίας του, αποτελεί θεσμική αντανάκλαση ενός νέου τρόπου παραγωγής (και κατά συνέπεια διανομής) που αίρει την αλλοτρίωση. Η κρατική όχι.

Η συνέχεια της παρέμβασης του Αιμίλιου Ζαχαρέα δεν είναι εξίσου εύστοχη, καθώς αυτοαναιρεί την προηγούμενη του διαπίστωση ότι “…διανοητικά δεν μπορούν να κατανοήσουν πως το κεφάλαιο είναι η έννοια μιας κοινωνικής σχέσεως και ενός αγώνα…” Η παρέμβασή του παραμένει υποταγμένη στο “μότο” της ίδιας μικροαστικής νοοτροπίας την οποία πρωτύτερα καταγγέλλει:

 

«…Να ελπίζουμε πως είναι δυνατό να εκφραστεί από την Αριστερά ένα άλλο είδος αξιών, ικανών ν’ αναστήσουν τη σοσιαλιστική ελπίδα, φαίνεται αδύνατο κάτω από τις παρούσες συνθήκες. Ενα είδος εξιλέωσης θα μπορούσε να είναι η πρόταση προς την κυβέρνηση ν’ αναλάβει τη διεύθυνση, τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη του ΟΤΕ το προσωπικό, ήτοι οι εργαζόμενοι στην επιχείρηση! Αυτή είναι η σύγχρονη αριστερή επιχειρηματική πρόταση. Η ΓΣΕΕ έχει δημιουργήσει Ινστιτούτα Ερευνών, Ακαδημίες Εργασίας, σκέπτεται να ιδρύσει Πανεπιστήμιο και δεν προτείνει ν’ αναλάβουν οι εργαζόμενοι τη διοίκηση του ΟΤΕ, έστω και ως σπουδαίο κοινωνικό πείραμα; …»

 

Αν και κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει ότι σε μερικές περιπτώσεις και κάτω από κάποιες προϋποθέσεις η συμμετοχή των εργαζόμενων στην διοίκηση μιας επιχείρησης μπορεί να έχει ευεργετικά αποτελέσματα, η πρότασή του στερείται ιδιαίτερης σημασίας αν η συμμετοχή δεν οργανώνεται στην κατεύθυνση επίτευξης συγκεκριμένων μετασχηματισμών πρωτ’ απ’ όλα των τεχνικών σχέσεων παραγωγής. Η λειτουργία των επιχειρήσεων αυτών στην οικονομία δεν ανατρέπεται από το αν αυτή διοικείται από τους εργαζόμενους σε αυτήν. Η συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων δεν μπορεί να είναι ισότιμη σε μια επιχείρηση που δομείται κατ’ ανάγκη ιεραρχικά μέσα από τις τεχνικές σχέσεις της διαδικασίας παραγωγής. Νομοτελειακά σε τέτοιας τεχνολογικής δομής επιχειρήσεις η προνομιούχα γραφειοκρατία θα αναπαράγεται με δημοκρατική νομιμοποίηση. Από την σκοπιά της ευρύτερης σχέσης των επιχειρήσεων η συμμετοχή δεν αλλάζει κατ’ ανάγκη τον τρόπο λειτουργίας της στην οικονομία: λειτουργία είτε με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια είτε με “κοινωνικά” (μεταφορά πλεονάσματος σε άλλους κλάδους της οικονομίας) η σχέση παραμένει στη φύση της κεφαλαιοκρατική. Από την άποψη μιας πραγματικής αριστεράς, ο μοναδικός πολιτικός στόχος που θα μπορούσε να τεθεί θα ήταν η κατ’ αρχήν διάλυση της ξεπερασμένης τεχνολογικά υποδομής τόσο της ΔΕΗ όσο και του ΟΤΕ. Τεχνολογικά συγκεντρωτικές και οπισθοδρομικά οργανωμένες αμφότερες, δεν έχουν καμιά θέση στο όραμα μιας αριστεράς που επιδιώκει να αλλάξει τον κόσμο. Ο εκδημοκρατισμός της διοίκησης των ρυπογόνων εγκαταστάσεων της ΔΕΗ αποτελεί μήπως καινοτόμο πολιτική; ή η κατάργησή τους και η ανάπτυξη μικρών κατανεμημένων μονάδων ηλεκτροπαραγωγής σε οικιακή ή κοινοτική βάση με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και έξυπνα δίκτυα διαμοίρασης; Η διαχείριση των υποδομών των “χαλκοσυρμάτων” ή η υποκατάστασή τους από κατανεμημένη ασύρματη υποδομή αποτελεί πολιτικό στόχο της αριστεράς; Η συμμετοχή των εργαζόμενων στις επιχειρήσεις θα γίνει με γνώμονα την αυτοκατάργηση της μορφής λειτουργίας τους; ή της φοβικής διατήρησης θέσεων εργασίας σε μια οπισθοδρομική υποδομή, όπως γίνεται ήδη σήμερα με τη συνεπικουρία των συνδικαλιστικών οργανώσεων (ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ) για τις οποίες ο κ. Ζαχαρέας τρέφει ευσεβείς πόθους;

 

Η ουσία βρίσκεται ακριβώς και πρωτ’ απ όλα στον τρόπο που οργανώνεται η παραγωγή και όχι στον περίφημο “εκδημοκρατισμό” μιας ιεραρχικά δομημένης διαδικασίας παραγωγής. Η πρακτική αυτή είναι λογικά και πρακτικά ατελέσφορη αφού η διαδικασία της παραγωγής είναι αυτή που επιβάλει τις μορφές οργάνωσης της διεύθυνσής της.

 

Κατανομή των πόρων, κατανομή των μέσων παραγωγής, κατανομή των εμπράγματων όρων της παραγωγής, είναι η πρωταρχική επιδίωξη του ομότιμου κινήματος*. Μόνο μια διαδικασία παραγωγής που είναι οργανωμένη κατανεμημένα και συμμετοχικά, υιοθετεί δηλαδή ομότιμες αρχές, μπορεί να εξασφαλίσει βιώσιμα δικαιότερη κατανομή του πλούτου και μακροπρόθεσμη προστασία του περιβάλλοντος. Όχι απλώς μια δημοκρατική, αλλά και μετα-δημοκρατική διαδικασία λήψης αποφάσεων.

 

Τέλος, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις που επικαλείται, εκφράζουν πλέον ένα περιορισμένο κομμάτι τις μισθωτής εργασίας – κυρίως αυτό του κρατικού και του ευρύτερου δημόσιου τομέα και ορισμένων μεγάλων επιχειρήσεων – όπου η εργασία οργανώνεται με τους παραδοσιακούς όρους της βιομηχανικής κοινωνίας. Καθώς ευρύτερες μερίδες εργαζομένων εντάσσονται σε νέες μορφές εργασίας που πηγάζουν από τους ραγδαίους τεχνολογικούς μετασχηματισμούς της σύγχρονης παραγωγικής διαδικασίας, οι παραδοσιακές συνδικαλιστικές οργανώσεις αποκόπτονται σταδιακά από την ευρύτερη μάζα των εργαζομένων. Αντί να κατανοήσουν τις νέες διαδικασίες και να μετασχηματισθούν, κραυγάζουν ενάντια σε όλα και αρνούνται να διαπραγματευθούν καταγγέλλοντας παντού τον “νεοφιλελευθερισμό” και εμποδίζοντας την θεσμοθέτηση κανόνων για τις “ευέλικτες” μορφές εργασίας. Με την στείρα δαιμονοποίηση αρνούνται τελικά το βασικό τους καθήκον, την πάλη για την προστασία των δικαιωμάτων του συνόλου των εργαζομένων. Στη συμπεριφορά αυτή δεν μπορεί παρά ν’ αναγνωρίσει κανείς την συμπαιγνία εργατικής “αριστοκρατίας” και φοβικών μικροαστικών στρωμάτων όπως ακριβώς έχει περιγραφεί από τον Μαρξ τον Λένιν και τόσους άλλους θεωρητικούς του βιομηχανικού απελευθερωτικού κινήματος που οι ίδιοι επικαλούνται.

 

Η ομότιμη προοπτική πηγάζει από τις σύγχρονες παραγωγικές δυνάμεις που επέτρεψαν για πρώτη φορά στην ιστορία την ευρεία κατανομή των εμπράγματων όρων παραγωγής και την επικοινωνία ανάμεσα στους παραγωγούς – καταναλωτές ελεύθερα, χωρίς την υποχρεωτική μεσολάβηση άλλων. Το όραμα της εκφράζεται σήμερα πρώτ’ απ’ όλα από τους εργάτες της γνώσης που αποφάσισαν να επιλέξουν την αυτονομία τους και να διεκδικήσουν σαν τάξη την απελευθέρωσή τους από το παλιό αντιπαραγωγικό και αδιέξοδο σύστημα της μισθωτής εργασίας. Το όραμα τους είναι απελευθερωτικό και για τις διαστρωματώσεις της λιγότερο προνομιούχας μισθωτής εργασίας καθώς κατατείνει κατ’ αρχήν προς τον σοβαρό περιορισμό του διαχωρισμού πνευματικά και χειρωνακτικά εργαζόμενων, αποκαθιστά την ισοδυναμία πρωτ’ απ’ όλα στην παραγωγική διαδικασία και τη συμμετοχή στην διακυβέρνηση των κοινών. Στο όραμα αυτό έχουν θέση τα μικροαστικά στρώματα που κατανοούν την κοσμοϊστορική αυτή εξέλιξη όχι όμως εκείνα που αποφασίζουν να κινηθούν φοβικά προσπαθώντας να διατηρήσουν τα μικροπρονόμιά τους.

 

Στη σημερινή συγκυρία, δυστυχώς, οι απελευθερωτικές δυνάμεις της ζωντανής εργασίας στερούνται αυτοτελούς πολιτικής έκφρασης και ποδηγετούνται στο εσωτερικό του αριστερού κινήματος από τα ιδεολογήματα των “μικροπρονομιούχων”. Ειδικά για την ελληνική κοινωνία, η επιρροή τους γεννά μια επικίνδυνη παρενέργεια που είναι η αναστολή ή καθυστέρηση αστικοδημοκρατικών μεταρρυθμίσεων με προοδευτικό περιεχόμενο βοηθώντας έτσι στην καθήλωση της και στην εμπέδωση μιας ιδεολογικής αντιδραστικής αποχαύνωσης. Στην πραγματικότητα, το μεγαλύτερο μέρος των σημερινών αγώνων της ελληνικής αριστεράς είναι αμυντικό και οπισθοδρομικό, εξυπηρετώντας σε τελική ανάλυση (πέρα από κίνητρα και προθέσεις) την διατήρηση ξεπερασμένων δομών και τη συντήρηση των ομάδων που τις αναπαράγουν.

Αυτή είναι και η αντικειμενική πολιτική αιτία της διάστασης και της αποστασιοποίησης του ελληνικού κινήματος ελεύθερου λογισμικού, του συμμετοχικού κινήματος, και του κινήματος προάσπισης των ψηφιακών δικαιωμάτων από τους υπάρχοντες κομματικούς φορείς. Οι δυνάμεις αυτές οραματίζονται μια πραγματικά απελευθερωμένη κοινωνία στην οποία δεν έχει θέση ούτε η βάρβαρη κυριαρχία του μεγάλου κεφαλαίου αλλά ούτε τα μικρά αφεντικά και τα λουστραρισμένα ιερατεία των ιεραρχιών.

 

Ενώ οι άλλοι αναλίσκονται σε αδιέξοδες διαμαρτυρίες, τα κινήματα αυτά χτίζουν τις σχέσεις και τις υποδομές του μέλλοντος. Πολύ περισσότερο διαμορφώνουν έναν νέου τύπου άνθρωπο, φορέα ενός νέου ήθους. Ενός ανθρώπου που επιδιώκει την αξιοπρεπή υλική του διαβίωση σαν βάση για την ολοκλήρωση της ταυτότητάς του στη συμμετοχή και την πραγμάτωση των μοναδικών του δυνατοτήτων μέσα στις ομότιμες κοινότητες. Είναι το είδος του ανθρώπου που δεν περιμένει την προσταγή κάποιου κομματικού μεσσία προκειμένου ν’ αλλάξει τον κόσμο αλλά παίρνει την τύχη του στα χέρια του.

 

Η τεχνική πρόοδος, το επαναστατικό στοιχείο στη μεταβολή των παραγωγικών δυνάμεων, γεννά τις ομότιμες σχέσεις παραγωγής και μαζί τους το ομότιμο κίνημα. Αν και βρίσκεται ακόμα στην παιδική του ηλικία είναι ο φυσικός κληρονόμος των αγωνιστικών παραδόσεων των απελευθερωτικών κινημάτων της βιομηχανικής εποχής. Η εμφάνισή του υποχρεωτικά θα οξύνει την ουσιαστική πολιτική και ιδεολογική αντιπαράθεση. Η ιδιότυπη ομερτά της ελληνικής πολιτικής ζωής, η ασυλία για τα ταξικά συμφέροντα που τελικά εξυπηρετεί με τη δράση της η σημερινή δεσπόζουσα κομματική αριστερά, έφτασε στο τέλος της. Οι συνεπείς αγωνιστές της αριστεράς θα πρέπει να αποφασίσουν ποιες είναι οι ακριβείς θέσεις με τις οποίες τοποθετούνται. Οι επιλογές τους σε ένα κόσμο που οι αντιθέσεις οξύνονται δραματικά και η βιωσιμότητα της ανθρωπότητας απειλείται από την οικολογική καταστροφή δεν είναι ούτε αθώες ούτε χωρίς συνέπειες. Όσο για την ελληνική αριστερά, ή θα πάψει τη μικροαστική αναπόληση της βιομηχανικής εποχής ή στην αυγή της μεταβιομηχανικής κοινωνίας θα πάψει να λογίζεται αριστερά.

————————————————————–

* προϋποθέσεις «… για να εμφανισθεί η ομότιμη παραγωγή είναι: αφθονία και κατανομή. Η αφθονία αναφέρεται στην αφθονία νοημοσύνης ή δημιουργικού πλεονάσματος, στην ικανότητα κατοχής των μέσων παραγωγής, με παρόμοιο πλεόνασμα ικανότητας. Κατανομή είναι η προσβασιμότητα των άφθονων πόρων σε μορφή στοιχειακών εργαλείων, αυτό που ο Yochai Benkler αποκάλεσε αρθρωτή δομή (modularity) ή στοιχείωση (granularity). Και πάλι μπορούμε να μιλήσουμε για την κατανομή της νοημοσύνης, της παραγωγικής υποδομής και του οικονομικού κεφαλαίου…»(Michel Bauwens, «Οι πολιτικές επιπτώσεις της ομότιμης επανάστασης»).

 

3 Comments H ελληνική μικροαστική αριστερά και η ομότιμη προοπτική

  1. Pingback: Tο ελληνικό blog της P2P Foundation » Blog Archive » Κρατική VS ομότιμης ιδιοκτησίας: η περίπτωση του ψηφιακού αρχείου της ΕΡΤ

  2. Κάρολος Ρουσόπουλος

    «Ενδεικτικό είναι το χαμηλό επίπεδο προτεραιότητας που έχει στον πολιτικό λόγο των λεγόμενων «αριστερών» κομμάτων το πρόβλημα της χορήγησης πολιτικών δικαιωμάτων στους οικονομικούς μετανάστες που αποτελούν ένα ευάριθμο εργατικό δυναμικό που εκτελεί κυρίως χειρωνακτική εργασία. Έναντι αυτού προτάσσουν την διεκδίκηση της απλής αναλογικής γιατί, απλούστατα, η αναλογικότερη εκπροσώπηση διασφαλίζει την από καλύτερες θέσεις υπεράσπιση των συμφερόντων των «μικροπρονομιούχων» (που αρέσκονται να παριστάνουν τους «μη προνομιούχους»).»

    κ. Παπανικολάου, εδώ κοροιδεύετε τον κόσμο. Αν υπάρχουν κόμματα, κινήσεις και πολιτικοί στην Ελλάδα που κάνουν κάτι για τους μετανάστες, αυτά είναι o ΣΥΡΙΖΑ και το KKE. Αυτό που γράφετε στο παράθεμα είναι ψέμα. Ψάξτε λίγο στο πρόγραμμα των κομμάτων και θα δείτε ότι *ζητούν* πολιτικά δικαιώματα για τους μετανάστες. Και κατά πάσα πιθανότητα, τα ζητούν πολύ καιρό πριν εσείς σκεφτείτε για αυτούς.

    Όσο για την απλή αναλογική, τι να πει κανείς; Έχετε μπερδέψει τόσα στο post σας που καταλήγω στο συμπέρασμα ότι χρησιμοποιείτε τον βαρύγδουπο γραπτό λόγο σας για να κρύψετε το αχανές ιδεολογικό σας κενό. Η απλή αναλογική κ. Παπανικολάου, διασφαλίζει απλώς ότι υπάρχει δημοκρατία και ίση μεταχείριση της ψήφου κάθε πολίτη. Χωρίς αναλογική, η ψήφος η δική μου (που προφανώς ψηφίζω Αριστερά και άρα για να το κάνω αυτό είμαι μικροαστός για εσάς!) μετράει τελικώς λιγότερο από την ψήφο εκείνων που τυχαίνει να ψηφίζουν το πρώτο κόμμα. Άρα, δεν υπάρχει ισονομία, γιατί 2.500.000 (όσοι ψήφισαν ΝΔ, π.χ.) πολίτες αποφασίζουν για τις τύχες των υπολοίπων 7.500.000, με το σκεπτικό ότι «βγήκαμε πρώτο κόμμα, άρα κάνουμε ότι θέλουμε». Χωρίς απλή αναλογική, αυτή η δημοκρατία είναι ξέφραγο αμπέλι και καταλήγει απλή εξυπηρέτηση των συμφερόντων όσων εκλέγουν το πρώτο κόμμα. Αυτοί είναι οι προνομιούχοι και όχι οι αριστεροί.

    Την καλησπέρα μου.

    ΥΓ: Μια και δεν είστε μικροαστός, προτείνω να περνάτε τα κειμενάκια σας από κάποιο ορθογράφο, για να μην χρειάζεται εμείς οι μικροαστοί να βλέπουμε μαργαριτάρια του στυλ: «συγκηρία»…

  3. Γιώργος Παπανικολάου

    Αγαπητέ κ. Ρουσόπουλε,

    Ευχαριστώ για την συμβολή σας σε αυτόν τον διάλογο και την δικαιολογημένη ευαισθησία σας.

    Ίσως να μην έγινε αρκετά κατανοητό το γενικότερο στρατηγικό πλαίσιο που θέτει αυτή η παρέμβαση ενδεχομένως λόγω του περιορισμένου χώρου για ένα τόσο σημαντικό ζήτημα όπως η στρατηγική της ελληνικής και ευρύτερα της παγκόσμιας Αριστεράς και της ταξικής εκπροσώπησης στο πολιτικό σύστημα.

    Ορθώς επισημαίνετε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ έχουν κάνει πολλά για τους οικονομικούς μετανάστες στη χώρα μας και στις παρυφές τους έχουν εξελιχθεί αξιόλογα κοινωνικά κινήματα. Η συμβολή τους είναι σημαντική καθώς είναι ένα ζήτημα που οι περισσότεροι αποφεύγουν να συζητήσουν και να τοποθετηθούν επί της ουσίας. Πραγματικά αποτελούν έναν από τους χώρους που σπάει την συνωμοσία της σιωπής. Ωστόσο δεν μονοπωλούν, όπως είναι φυσικό, την ευαισθησία στο θέμα που έχουν χιλιάδες Έλληνες πολίτες και από διαφορετικούς πολιτικούς χώρους.

    Ενδεχομένως λοιπόν δεν έγινε αρκετά κατανοητή η συλλογιστική της αναφοράς. Το νόημά της είναι ότι αν κάποιος θέλει να υπερασπίζεται «κυρίως» τα συμφέροντα και την πολιτική απελευθέρωση των χαμηλότερων στρωμάτων της μισθωτής εργασίας ανεξαρτήτου εθνικότητας και δευτερευόντως τα συμφέροντα άλλων μερίδων, ιεραρχεί το προβλήματα της καταρχήν στοιχειώδους πολιτικής εκπροσώπησης (πχ δικαίωμα συμμετοχής και εκλογής σε αντιπροσωπευτικούς θεσμούς διαφόρων επιπέδων – που είναι ζωτικό για την εκπροσώπηση των συμφερόντων μιας μερίδας της ελληνικής κοινωνίας) υψηλότερα από τα υπόλοιπα. Κανείς λοιπόν δεν έχει διάθεση να μηδενίσει το σημαντικό έργο των Ελλήνων αγωνιστών της αριστεράς, αλλά το ζήτημα τίθεται στο ευρύτερο στρατηγικό πλαίσιο της πάλης των τάξεων για την εξουσία. Είναι σημαντικό η αυτοτελής φωνή των χειρoνακτών να ακούγεται σ’ αυτή την κοινωνία και αυτό δυσχεραίνεται από το γεγονός ότι η πλειοψηφία τους είναι οικονομικοί μετανάστες χωρίς τη δυνατότητα να καταγράψουν την παρουσία τους στο πολιτικό σύστημα. Η επίλυσή του είναι προτεραιότητα λειτουργίας της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Συμφωνώ με την παρατήρησή σας ότι ο στόχος αυτός όχι μόνο αναγράφεται στα προγράμματα των κομμάτων αλλά και προωθείται έμπρακτα απ’ αυτά. Έκανα απλώς μια αξιολόγηση ιεράρχησης.

    Στο ζήτημα της απλής αναλογικής νομίζω ότι δεν μπορώ να το καλύψω εξολοκλήρου γιατί το ζήτημα της δημοκρατίας είναι πολύ μεγάλο στην ανάλυσή του. Νομίζω ότι εφόσον μάλλον προέρχεστε από τον ιδεολογικό χώρο της αριστεράς θα μπορούσαμε να έχουμε μια καταρχήν συμφωνία ότι το σημερινό κράτος αποτελεί έναν μηχανισμό επιβολής της κυριαρχίας των τάξεων που επικρατούν και οργανωτή της βιώσιμης αναπαραγωγής του κοινωνικού και οικονομικού σχηματισμού υπό το καθεστώς αυτής της κυριαρχίας. Εδώ, τα κόμματα εξουσίας προβάλουν ένα -κατά τη γνώμη μου- σοβαρό επιχείρημα: πριν τη θεσμοθέτηση της απλής αναλογικής δεν θα έπρεπε να έχουν δημιουργηθεί ήδη οι πολιτικές προϋποθέσεις εξασφάλισης μιας βιώσιμης διακυβέρνησης; Σε ποιο βαθμό μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη προσέγγιση μια στάση που αρνείται να αναγνωρίσει ότι οι κοινωνίες πρέπει τελικά κάπως να κυβερνώνται και ότι το «σπρώξιμο» του ελληνικού συστήματος σε μια ευρεία πολιτική-κυβερνητική κρίση χωρίς να υπάρχει εμφανής διάδοχη εναλλακτική λύση μάλλον δεν θα βοηθούσε τελικά κανέναν; Νομίζω ότι πριν γκρεμίσει κανείς πρέπει να έχει ήδη κτίσει την προοπτική. Οι πολίτες δίκαι ρωτούν τι θα γίνει μετά. Ωστόσο η αντιπροσωπευτική δημοκρατία έχει πολλές πτυχές εκτός από την κοινοβουλευτική. Επειδή το πρόβλημα στην πολιτική είναι πάντα η βέλτιστη χρήση περιορισμένων πόρων για την επίτευξη στόχων, μήπως θα έπρεπε να αναλογιστούμε ποια πτυχή θα έπρεπε να βρίσκεται ιεραρχικά ψηλότερα…Για παράδειγμα μήπως θα έπρεπε να επικεντρώσουμε περισσότερο την προσοχή μας στη δημοκρατική λειτουργία των κομμάτων και στο κατά πόσο τα ίδια τα κόμματα είναι ανοικτά στην κοινωνία; Μήπως θα έπρεπε να ιχνηλατήσουμε νέους θεσμούς και νέες οριοθετήσεις σε αυτό το ποιοτικό επίπεδο πριν φτάσουμε στο κοινοβουλευτικό;Μήπως θα έπρεπε να εμπλουτίσουμε πρώτα τον πολιτικό διάλογο;

    Δεν θεωρώ ότι είστε μικροαστός επειδή ψηφίζετε αριστερά, όπως δεν πιστεύω ότι είναι μεγαλοκαπιταλιστής όποιος ψηφίζει τα κόμματα εξουσίας. Νομίζω άλλωστε ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών δεν είναι καθόλου ευχαριστημένη από την λειτουργία των κομμάτων και μάλλον ψηφίζει με πολλές επιφυλάξεις.

    Η παρέμβαση μου επιδιώκει να ξεκινήσει μια συζήτηση που αφορά κυρίως την πολιτική οικονομία και τον προγραμματικό πολιτικό λόγο: σήμερα το δίλημμά δεν είναι κράτος ή ιδιώτης. Μια νέα εναλλακτική έχει ήδη διαμορφωθεί με ποιοτικά χαρακτηριστικά που το παραδοσιακό αριστερό κίνημα οφείλει να κοιτάξει προσεκτικά… αυτή της ομότιμης παραγωγής και ιδιοκτησίας.

    Απ’ ότι κατάλαβα σας ενοχλεί η δική μου ανάλυση, ότι τα προγράμματα της αριστεράς χαρακτηρίζονται από εξυπηρέτηση «Κυρίως» άλλων συμφερόντων από αυτά που επικαλείται. Δυστυχώς στην τοποθέτησή σας δεν μείνατε στην ουσία της κριτικής του post αλλά σταθήκατε σε δευτερεύοντα σημεία για να με ακυρώσετε. Θα παρακαλούσα λοιπόν στη πρώτη ευκαιρία να επανέλθετε για να τοποθετηθείτε στην ουσία: την φύση της σύγχρονης κρατικής ιδιοκτησίας.

    Υπάρχει ακόμα και μια άλλη προοπτική, να συνταχθούμε μαζί στον αγώνα που ξεκινάει για να μεταβληθεί μια μορφή κρατικής ιδιοκτησίας σε πραγματικά κοινή ιδιοκτησία: την περίπτωση του ψηφιακού αρχείου της ΕΡΤ. Σε αυτή τη φάση νομίζω ότι αυτό θα ήταν προτιμότερο από την μεταξύ μας αντιπαράθεση.

Leave A Comment

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *