Κριτική της εργασίας στην κοινωνία της πληροφορίας από το Μωυσή Μπουντουρίδη

Ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο –αναδημοσιεύεται αυτούσιο εδώ- του Μωυσή Μπουντουρίδη από τα trhymmata, ιστολόγιο που ασχολείται με τα κοινωνικά δίκτυα και κινήματα.

—————————————————————————————————————————-

H αυγή της ψηφιακής εποχής, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, συνέπιπτε με την πτώση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού. Ήταν τότε, όπως μας έλεγαν, που ο κόσμος έμπαινε σε μια πρωτοφανή περίοδο εξέλιξης. Οι υπολογιστές και τα δίκτυα εμφανίζονταν απανταχού, οι επιστημονικο-τεχνολογικές καινοτομίες οδηγούσαν σε πρωτοφανείς ρυθμούς ανάπτυξης, η βασισμένη στη γνώση οικονομία ανθούσε παγκόσμια και η ιστορία έφθανε δήθεν στο τέλος της. [1] Το αξιοπερίεργο όμως είναι ότι κάποιες θεωρίες, που αποδεδειγμένα αποτελούν τα αποτελεσματικά εργαλεία για την κριτική ανάλυση αυτής της νέας εποχής, προέρχονται από πολύ παλαιότερες εποχές. Ένα τέτοιο εργαλείο κριτικής ανάλυσης των οικονομικο-κοινωνικών μετασχηματισμών είναι ο μαρξισμός, ο οποίος είχε γεννηθεί σχεδόν πριν από δυο αιώνες.

Ιδιαίτερα όμως, ένα πιο πρόσφατο ρεύμα του μαρξισμού, ο “αυτονομιστικός μαρξισμός” ή “μαρξισμός της αυτονομίας,” [2] που αναπτύχθηκε κυρίως στην Ευρώπη (Ιταλία και Γαλλία) στις δεκαετίες του 1960 και 1970, έχει παραγάγει μια σειρά από γόνιμες επεξεργασίες για το σύγχρονο κόσμο. Μ’ αυτές μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα την παρούσα εποχή του ονομαζόμενου “πληροφοριακού” ή “γνωστικού καπιταλισμού.” Όπως υπαινίσσεται το όνομα, το χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτής της μαρξιστικής προσέγγισης είναι η εστίαση στην αυτενέργεια και την αυτονομία της εργατικής τάξης. Και μ’ αυτό το πρίσμα, η θεωρία της αυτονομίας αναλύει τη μετα-βιομηχανική ή μεταφορντική περίοδο της εκτεταμένης συσσώρευσης του κεφαλαίου. Είναι η περίοδος των τεχνολογιών της πληροφορικής και των τηλεπικοινωνιών, με τις οποίες εγκαθιδρύονται οι αυτοματισμοί στους χώρους εργασίας, η ευελιξία και η διαρκής κινητικότητα στο παγκόσμιο επίπεδο και η δυνατότητα επιτήρησης όλης της κοινωνίας. Το ζήτημα βέβαια είναι πώς οι αντίστοιχες σχέσεις οργάνωσης των παραγωγικών διαδικασιών, που φέρνει μαζί της η ψηφιακή εποχή, επηρεάζουν την αντίθεση μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου. Πράγματι, η βασική αντίθεση μεταξύ αυτών που δουλεύουν κι αυτών που οικειοποιούνται την υπεραξία της δουλειάς των πρώτων θεωρείται για τον μαρξισμό ότι είναι η κινητήρια δύναμη των ιστορικο-κοινωνικών μετασχηματισμών. Εδώ όμως φαίνεται να υπάρχει μια σημαντική διαφορά μεταξύ του κλασικού και του αυτονομιστικού μαρξισμού. Ενώ ο κλασικός μαρξισμός – που κάποιοι ονομάζουν θεωρία του ‘επιστημονικού σοσιαλισμού’ – δίνει την έμφαση στη μελέτη της λογικής του κεφαλαίου, η αυτονομία φαίνεται να προτιμά να επικεντρώνεται στα ζητήματα της εργασίας. Μ’ αποτέλεσμα, ο αυτονομιστικός μαρξισμός να βλέπει τις “νέες μορφές γνώσης και επικοινωνίας, όχι απλώς σαν όργανα της καπιταλιστικής επικυριαρχίας, αλλά επίσης και σαν μορφές δυνητικών πόρων για τους αγώνες της εργατικής τάξης.” [3] Και μ’ αυτή την έννοια, ισχυρίζεται ο Nick Dyer-Witheford, η συνεισφορά της αυτονομίας αποτελεί μια κριτική και “ανατρεπτική αντι-ερμηνεία της κοινωνίας της πληροφορίας.”

Αν λοιπόν επισκεφθούμε το θεωρητικό οπλοστάσιο, που έχει στη διάθεσή της αυτή η κριτική και ανατρεπτική ερμηνεία του σύγχρονου κόσμου, η πρώτη έννοια που θα συναντήσουμε είναι η έννοια του “γενικού νου,” που είχε εισαγάγει ο Μαρξ στο “τμήμα για τις μηχανές” του Grundrisse. [4] Η προφητική ιδέα του Μαρξ ήταν ότι, καθώς το κεφάλαιο θα εξελίσσεται, από κάποια στιγμή κι ύστερα, η ανάπτυξή του δεν θα εξαρτάται τόσο από την ποσότητα της εργασίας, αλλά από κάποια τεχνικά και οργανωτικά χαρακτηριστικά, όπως η επιστημονικο-τεχνολογική εξειδίκευση των εργαζομένων (η “επιστημονική εργασία”) και η οργανωτική διάρθρωση της εργασιακής διαδικασίας (ο “κοινωνικός συνδυασμός”). Επομένως, τότε, ο καθοριστικός παράγοντας για την παραγωγική διαδικασία θα είναι η “ανάπτυξη των γενικών ικανοτήτων του ανθρώπινου μυαλού,” δηλαδή, ο “γενικός νους” σαν μια “γενική κοινωνική γνώση” ή σαν μια “κοινωνική διάνοια.” Κι όλα αυτά φαίνονται να επαληθεύονται με την έλευση της κοινωνίας της πληροφορίας. Στον “αστερισμό του μεταφορντισμού,” οι ευέλικτες ομάδες παραγωγής και διαχείρισης, οι ερευνητικές συμπράξεις καινοτομίας και τα παγκόσμια δίκτυα επικοινωνίας καταμαρτυρούν αυτήν ακριβώς την επιστράτευση του συλλογικού γενικού νου στα πλαίσια του γνωστικού καπιταλισμού.

Βλέποντας τον γενικό νου να συσσωρεύεται και να “αντικειμενοποιείται” μέσα στο “σταθερό κεφάλαιο,” δηλαδή, μέσα στις μηχανές και τους αυτοματισμούς της παραγωγής και στα δίκτυα μεταφορών και τηλεπικοινωνιών, ο Μαρξ έφτασε να κάνει κάποιες προβλέψεις για την τύχη του ίδιου του καπιταλισμού. Έτσι, πίστευε ότι η απεριόριστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, μέσω της εξαντλητικής εκμετάλλευσης των δυνατοτήτων του γενικού νου, θα υπονόμευε τελικά το ίδιο το κεφάλαιο και θα το οδηγούσε στην αυτοδιάλυσή του. Διότι αφενός η αυτοματοποίηση θα περιόριζε τις ανάγκες σε ανθρώπινη εργασία κι αφετέρου η συλλογική πλέον φύση της παραγωγής θα αχρήστευε την εξατομικευμένη εργασία. Αλλά, όπως ξέρουμε από τον ρου της ιστορίας, εδώ ήταν που ο Μαρξ έπεσε εντελώς έξω. Αντί να ανατραπεί ο καπιταλισμός από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, τον είδαμε να επεκτείνεται παραπέρα και να επιβάλλει την παγκόσμια παντοδυναμία του μέσα ακριβώς από την τεχνολογική εξέλιξη, που ο Μαρξ προέβλεπε και πίστευε ότι θα γινόταν η ταφόπετρα του καπιταλισμού.

Αυτή ακριβώς η διάψευση του Μαρξ από την ίδια την τροπή, που πήρε η ιστορία, αποτέλεσε το έναυσμα για συζητήσεις και θεωρητικές επεξεργασίες, που παρήγαγε στη δεκαετία του 1990 η ομάδα του αυτονομιστικού μαρξισμού γύρω από το περιοδικό Futur Antérieur. Μια πρώτη επισήμανση, που έγινε τότε, ήταν το παράδοξο γεγονός ότι η ανάπτυξη του σταθερού κεφαλαίου, δηλαδή, των μηχανών, με στόχο την υποδούλωση και συρρίκνωση του παραγωγικού ρόλου της ανθρώπινης εργασίας, ταυτόχρονα απαιτούσε και εξαρτιόταν όλο και περισσότερο από την ενεργοποίηση και μιας άλλης συνιστώσας της εργασίας: τις μεταβλητές ικανότητες της ανθρώπινης υποκειμενικότητας για τον χειρισμό και τη λειτουργία των μηχανών. Αυτό το υποκειμενικό στοιχείο του γενικού νου, που ονομάσθηκε “μαζική διανοητικότητα,” [5] αποτελείται από ένα σύνολο επικοινωνιακών, πολιτιστικών, διαλογικών, γλωσσικών ή ηθικών χαρακτηριστικών, που αναπτύσσουν οι άνθρωποι στις σχέσεις τους μ’ άλλους ανθρώπους, μέσω του διαλόγου, των “γλωσσικών παιχνιδιών” – όπως λέει ο Paolo Virno – κι οποιωνδήποτε άλλων σχέσεων κι αλληλεπιδράσεων έχουν μεταξύ τους. [6] Αλλά, για να μπορέσει να λειτουργήσει ο ώριμος καπιταλισμός στη μεταφορντική ψηφιακή εποχή, πρέπει οπωσδήποτε όλα αυτά τα χαρακτηριστικά να μπορούν οι εργαζόμενοι να τα αναπτύσσουν, για παράδειγμα, στους τομείς της ψηλής τεχνολογίας, γιατί μόνο τότε μπορούν να επιτελούν το έργο τους με επιτυχία.

Μ’ έναν άλλο τρόπο, η “μαζική διανοητικότητα” μπορεί να περιγραφεί μέσω της έννοιας της “άυλης εργασίας,” που εισήγαγαν οι Negri, Hardt και Lazzarato, πάλι από τις σελίδες του περιοδικού Futur Antérieur. [7] Η άυλη εργασία είναι η εργασία “που παράγει το πληροφοριακό, πολιτιστικό ή συναισθηματικό στοιχείο ενός προϊόντος” [8] και, σαν τέτοια, παίζει σημαντικό ρόλο σ’ όλα τα στάδια της μεταφορντικής παραγωγικής διαδικασίας στην εποχή της πληροφορίας και των δικτύων επικοινωνίας. Έτσι, παραδείγματα άυλης εργασίας είναι η ανάπτυξη λογισμικού, παιχνιδιών βίντεο ή υπολογιστή, γραφιστικών υπολογιστή, προσομοιώσεων, δικτυακών εφαρμογών κ.λπ.

Αλλά, αν είναι έτσι, αναγκαστικά διαφοροποιείται και η συμπεριφορά του κεφαλαίου απέναντι στους διαφορετικούς τύπους της εργασίας. Αν δεχθούμε ότι η απορρόφηση του γενικού νου από το σταθερό κεφάλαιο διεκπεραιώνεται μέσω της επιβαλλόμενης προσαρμογής του εργατικού δυναμικού στις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας, τότε το ερώτημα είναι τι εξασφαλίζει την καπιταλιστική ενσωμάτωση της ρευστής και μεταλλασσόμενης μαζικής διανοητικότητας; Την απάντηση τη δίνει ο Jean-Marie Vincent, ο οποίος ισχυρίζεται ότι, για να υλοποιηθεί μια τέτοια τιθάσευση από μεριάς του κεφαλαίου, απαιτούνται κάποιες πολύπλοκες διαδικασίες “επιτήρησης και παρακολούθησης,” αλλά και “απονομής δικαιωμάτων γνώσης ή/και πρόσβασης στη γνώση, που ταυτόχρονα είναι και διαδικασίες αποκλεισμού.” [9] Έτσι, “το καπιταλιστικό ‘μάνατζμεντ’ και μια ολόκληρη σειρά θεσμών (ιδίως της εκπαίδευσης) προσπαθούν να περιορίσουν τη χρήση των παραγόμενων και μεταδιδόμενων γνώσεων. Στο όνομα της κερδοφορίας και των άμεσων αποτελεσμάτων, απαγορεύονται συνδέσεις και σχέσεις, που θα μπορούσαν να τροποποιήσουν σε βάθος τη δομή του πεδίου των γνώσεων.”

Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε και τις άθλιες μορφές εκμετάλλευσης του γενικού νου. Στη μελέτη του για τη βιομηχανία των παιχνιδιών βίντεο και υπολογιστή, ο Nick Dyer-Witheford αναφέρει πολλά παραδείγματα εξαθλιωμένης ψηφιακής εργασίας. [10] Αυτές είναι περιπτώσεις που το δήθεν “συμμετοχικό μάνατζμεντ” αντιμετωπίζει τους εργαζόμενους με “ήπιες μορφές καταπίεσης, έξυπνες τακτικές αφομοίωσης, τρομερή εκμετάλλευση, υπερωρίες, φυσική και πνευματική εξάντληση, χρόνια ανασφάλεια, αποστέρηση οποιασδήποτε συνδικαλιστικής κάλυψης και οποιωνδήποτε μέτρων εργασιακής προστασίας.” Βέβαια, το νέο προλεταριάτο του γνωστικού καπιταλισμού – που κάποιοι το ονομάζουν “κογκνεταριάτο” (“cognetariat”) – περιλαμβάνει από τη μια μεριά τους προνομιούχους υψηλόμισθους άνδρες προγραμματιστές των αναπτυγμένων χωρών. Από την άλλη όμως μεριά, υπάρχει ένα φθηνό εργατικό δυναμικό, αποτελούμενο κυρίως από γυναίκες από υποανάπτυκτες χώρες, οι οποίες διαθέτουν “σβέλτα δάκτυλα,” “προσλαμβάνονται εξ αιτίας της ευπείθειας και της διαθεσιμότητάς τους και υπόκεινται σε άγριες μορφές εργασιακής πειθάρχησης κάτω από συνθήκες που καταστρέφουν την υγεία τους μέσα σε λίγα χρόνια.” Τέτοιες, για παράδειγμα είναι συνήθως οι συνθήκες στα Μεξικάνικα “maquiladoras” ή σε αντίστοιχα εργοστάσια “μονταρίσματος” σ’ άλλες υποβαθμισμένες χώρες του Νότου (όπως της Κεντρικής Αμερικής, της Ανατολικής Ασίας κ.α.). Αλλά η αλυσίδα της ανθρώπινης εκμετάλλευσης στις βιομηχανίες των παιχνιδιών βίντεο και υπολογιστή δεν έχει τελειωμό. Για παράδειγμα, στις κονσόλες των PlayStation της Sony χρησιμοποιείται ένα σπάνιο ορυκτό, που εξορύσσεται στο Κονγκό από εξαθλιωμένους εργάτες – με το εμπόριό του να γίνεται το μήλο της έριδας σε φρικιαστικούς εμφύλιους πόλεμους. Μ’ όλα αυτά βλέπουμε, όπως λέει ο Dyer-Witheford, “τη δημιουργικότητα της άυλης εργασίας στις χώρες του Βορρά να στηρίζεται σε θεμέλια εξαθλιωμένης εργασίας στις χώρες του Νότου.”

Σε πολλές βέβαια περιπτώσεις (συνήθως όμως, όπως είδαμε, πέρα από την εκμετάλλευση των γυναικών ή των φτωχών του Νότου), υπάρχει ακόμα και η θετική ή δημιουργική πλευρά της συγκρότησης αυτού που ο Negri ονόμαζε “συστατική ισχύ” [11] του γενικού νου και της μαζικής διανοητικότητας. Αυτές είναι οι δυνατότητες διεκδίκησης και επανα-οικειοποίησης, από μεριάς του κόσμου της εργασίας, των επιστημονικο-τεχνολογικών επιτευγμάτων της μεταφορντικής καπιταλιστικής οργάνωσης, τα οποία φυσικά, έτσι κι αλλιώς, είναι προϊόντα του δικού του κόπου. Όταν όμως τύχει να περάσουν στα χέρια του, σ’ ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να χρησιμοποιηθούν με δημοκρατικούς και συλλογικούς τρόπους, για να χτυπηθεί η εξουσία του κεφαλαίου ή του κράτους. Ενδεικτικά είναι τα παραδείγματα του “χακτιβισμού” των “χάκερ,” του ελεύθερου λογισμικού, της διαμάχης για πατέντες και πνευματικά δικαιώματα, της πειρατείας λογισμικού, των δικτύων “P2P” (“peer to peer”), αλλά και του “κυβερνο-ακτιβισμού,” [12] που τα τελευταία χρόνια αποτελεί ένα συστατικό στοιχείο των παγκόσμιων κινημάτων εναντίον της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.

Στην ψηφιακή λοιπόν εποχή του ανεπτυγμένου καπιταλισμού, η μάχη για την επαναδιεκδίκηση του γενικού νου καλά κρατεί. Όπως διαπιστώνει ο Dyer-Witheford, από τη μια μεριά, η έκβασή της εξαρτάται από το κατά πόσο θα καταφέρει το κεφάλαιο να κατακερματίσει ακόμα περισσότερο τον κόσμο της εργασίας. Υπάρχουν πάντως ελπίδες και στο στρατόπεδο της άλλης πλευράς: εκεί αναδύονται οι υποκειμενικότητες, που υπερασπίζονται το δικαίωμα και την ηθική αξία της εργασίας. Γι’ αυτές, το ζητούμενο είναι να σπάσει, επιτέλους, η ασφυκτική περίπτυξη του κεφαλαίου, που αποσκοπεί να πνίξει όσους τυχόν ελεύθερους θύλακες δημιουργικότητας τολμούν να ξεπροβάλουν κάτω από τις αγεφύρωτες αντιφάσεις του ίδιου του καπιταλισμού. Κι επιπλέον, το ζητούμενο για τον κόσμο της εργασίας είναι να δημιουργηθούν οι συμμαχίες κι η αντι-ηγεμονία των δυνάμεων εκείνων που επιθυμούν να αναπλάσουν δημοκρατικά και συλλογικά τον γενικό νου ώστε αυτός να γίνει στην κυριολεξία “γενικός.” [13]

[1] F. Fukuyama, Το Τέλος της Ιστορίας και ο Τελευταίος Άνθρωπος (μετάφρ. Α. Φακατσέλης), Νέα Σύνορα Α.Α. Λιβάνη, 1993.
[2] Παρότι δέχθηκε πολλές αμφισβητήσεις, ένα αντιπροσωπευτικό βιβλίο του αυτονομιστικού μαρξισμού είναι: A. Negri & M. Hardt, Αυτοκρατορία (μετάφρ. Ν. Καλαϊτζή), Scripta, 2002.
[3] N. Dyer-Witheford, “Autonomist Marxism and the Information Society,” Multitudes, 4 Ιουνίου 2004.
[4] Κ. Μαρξ, Grundrisse – Βασικές Γραμμές της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας Ι, ΙΙ και ΙΙΙ (μετάφρ. Δ. Διβάρη), Στοχαστής, 1989-91.
[5] P. Virno, “Notes on the general intellect” στο βιβλίο των S. Makdisi, C. Casarino & R.E. Karl (επιμ.), Marxism Beyond Marxism, Routledge, 1966.
[6] P. Virno, A Grammar of the Multitude, Semiotext(e), 2004.
[7] M. Lazzarato & T. Negri, “Travail immatériel et subjectivité,” Futur Antérieur, no. 6, 1991.
[8] P. Virno & M. Hardt, “Glossary of concepts,” στο βιβλίο των P. Virno & M. Hardt (επιμ.), Radical Thought in Italy: A Potential Politics, University of Minnesota Press, 1996.
[9] J.-M. Vincent, “Les automatismes sociaux et le ‘general intellect’,” Futur Antérieur, no. 16 1993.
[10] N. Dyer-Witheford, “Cognitive capital contested: The class composition of the video and computer game industry,” Multitudes, no. 10, Οκτωβρίου 2002.
[11] A. Negri, “Constitutive power,” Common Sense, no. 16, 1994.
[12] W. van de Donk, B.D. Loader, P.G. Nixon & D. Rucht (επιμ.), Cyberprotest: New Media, Citizens and Social Movements, Routledge, 2004.
[13] N. Dyer-Witheford, Cyber-Marx: Cycles and Circuits of Struggles in High-Technology Capitalism, University of Illinois Press, 1999.

Leave A Comment

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *