Περίληψη: Coase’s Penguin, or, Linux and The Nature of the Firm

Το παρακάτω κείμενο αποτελεί απόσπασμα από το περιεχόμενο της υπό κατασκευής πλατφόρμας set it free για την απελευθέρωση του οπτικοακουστικού αρχείου της ΕΡΤ.

Ιστοσελίδα του Yochai Benkler
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο Yale Low Journal. Η περίληψη και το πλήρες κείμενο (pdf) του άρθρου στα αγγλικά μπορούν να ανακτηθούν εδώ.

Περίληψη
Για δεκαετίες η αντίληψή μας σχετικά με την οικονομική παραγωγή ήταν ότι οι άνθρωποι διευθετούν τις παραγωγικές διαδικασίες με έναν από τους δύο ακόλουθους τρόπους: είτε ως εργαζόμενοι σε επιχειρήσεις, ακολουθώντας τις οδηγίες των προϊσταμένων τους, είτε σαν ιδιώτες στις αγορές, ακολουθώντας τη διακύμανση των τιμών. Αυτή η διχοτόμηση αναγνωρίστηκε αρχικά στο πρώιμο έργο του νομπελίστα Ronald Coase, και αναπτύχθηκε αναλυτικότερα στο έργο του νεοθεσμικού (neo-institutional) οικονομολόγου Oliver Williamson.

Τα τελευταία τρία ή τέσσερα χρόνια, η δημόσια προσοχή έχει επικεντρωθεί στο κοινωνικοοικονομικό φαινόμενο που άρχισε πριν δεκαπέντε χρόνια στο κόσμο της ανάπτυξης του λογισμικού. Αυτό το φαινόμενο, το επονομαζόμενο κίνημα του ΕΛ/ΛΑΚ (ελεύθερου λογισμικού / λογισμικού ανοικτού κώδικα), περιλαμβάνει χιλιάδες ή δεκάδες χιλιάδες προγραμματιστές οι οποίοι συνεισφέρουν σε μεγάλης ή μικρής κλίμακας έργα, όπου η κύρια αρχή οργάνωσης είναι ότι το λογισμικό παραμένει ελεύθερο έναντι των περισσοτέρων περιορισμών σχετικά με την αντιγραφή και την κοινή χρησιμοποίηση του. Αντίθετα με τη παραδοσιακή έννοια της ιδιοκτησίας, το λογισμικό δεν ανήκει σε κανέναν αποκλειστικά, με την παραδοσιακή έννοια του να είναι σε θέση να ελέγξει τη χρήση, την ανάπτυξη ή τον χαρακτήρα του. Το αποτέλεσμα όλων αυτών, είναι η ανάδυση μιας παλλόμενης, καινοτόμας και παραγωγικής συνεργασίας, όπου οι συμμετέχοντες δεν βρίσκονται οργανωμένοι σε επιχειρήσεις και οι ενέργειες τους δεν εξαρτώνται από τον μηχανισμό της αγοράς.

Σε αυτή την εργασία δείχνω ότι ενώ το ελεύθερο λογισμικό είναι κάτι παραπάνω από ορατό, στην πραγματικότητα αποτελεί μόνο ένα παράδειγμα ενός ευρύτερου κοινωνικοοικονομικού φαινομένου. Προτείνω, λοιπόν, ότι είμαστε μάρτυρες της ανάδυσης μιας νέας, τρίτης μορφής παραγωγής στο ψηφιακά δικτυωμένο περιβάλλον. Ονομάζω αυτή τη μορφή ως «βασισμένη στα Κοινά ομότιμη παραγωγή» (commons-based peer production), διαχωρίζοντάς την από τα μοντέλα επιχειρήσεων και αγορών που βασίζονται στην ιδιοκτησία και τις συμβάσεις. Το κύριο χαρακτηριστικό της είναι ότι ομάδες πολιτών συνεργάζονται επιτυχημένα σε έργα μεγάλης κλίμακας, ωθούμενοι από πολλά διαφορετικά κίνητρα και ποικίλες κοινωνικές επιταγές, και όχι ακολουθώντας τις τιμές της αγοράς ή διαταγές προϊσταμένων.

Επίσης, το άρθρο εξηγεί γιατί η νέα αυτή μορφή παραγωγής έχει συστημικά πλεονεκτήματα έναντι των αγορών και των διαχειριστικών ιεραρχιών όταν το αντικείμενο της παραγωγής είναι η πληροφορία ή ο πολιτισμός, και που το απαραίτητο για την παραγωγή επενδυτικό κεφάλαιο (δηλαδή οι Η/Υ και τα μέσα επικοινωνίας) είναι σε μεγάλο βαθμό κατανεμημένο και όχι συγκεντρωμένο. Πιο συγκεκριμένα, αυτή η μορφή παραγωγής υπερτερεί αυτής των εταιριών και αγορών για δύο λόγους. Πρώτον, είναι καλύτερη στο να αναγνωρίζει και να αναθέτει στο ανθρώπινο κεφάλαιο τις διαδικασίες παραγωγής πολιτισμού και πληροφορίας. Απ’ αυτή τη σκοπιά, η ομότιμη παραγωγή πλεονεκτεί σε αυτό που ονομάζω «πληροφοριακό κόστος ευκαιρίας». Δηλαδή χάνονται λιγότερες πληροφορίες σχετικά με το ποιο είναι το πλέον κατάλληλο πρόσωπο για μια δεδομένη δουλειά συγκριτικά με τους άλλους δύο τρόπους οργάνωσης. Δεύτερον, υπάρχει σημαντικά μεγαλύτερη αύξηση της απόδοσης με το να επιτρέπει σε πολύ μεγαλύτερα σύνολα συνεργατών να αλληλεπιδρούν με πολύ μεγάλα σύνολα πληροφοριακών πόρων για την αναζήτηση νέων έργων και συνεργατικών εγχειρημάτων. Καταργώντας την ιδιοκτησία και τις συμβάσεις, σαν βασικές αρχές οργάνωσης της συνεργασίας μειώνονται σημαντικά τα κόστη διεξαγωγής της διαδικασίας που επιτρέπει στα μεγάλα σύνολα υποψηφίων συνεργατών, να ανασκοπήσουν και να επιλέξουν με ποιους πόρους θα εργαστούν, για ποια έργα και με ποιους συνεργάτες. Αυτό οδηγεί σε κέρδος κατανομής, που αυξάνεται περισσότερο από αναλογικά, με την αύξηση του αριθμού των ατόμων και των πόρων που που αποτελούν μέρος του συστήματος. Το άρθρο καταλήγει με μια επισκόπηση για το πως τα μοντέλα αυτά χρησιμοποιούν μια ποικιλία τεχνολογικών και κοινωνικών στρατηγικών να ξεπεράσουν τα προβλήματα της συλλογικής δράσης που συνήθως επιλύονται στα ιεραρχικά-διαχειριστικά και βασισμένα στην αγορά συστήματα με την ιδιοκτησία και τα συμβόλαια.

Leave A Comment

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *